Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρφίον

См. также в других словарях:

  • καρφίον — καρφίον, τὸ (AM) βλ. καρφί …   Dictionary of Greek

  • καρφίον — suckers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφία — καρφίον suckers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφίοις — καρφίον suckers neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφίου — καρφίον suckers neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφίῳ — καρφίον suckers neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TENUS — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. ubi de invento torquendi lanas et in fila deducendi ad eundem modum, quô prius torquebantur restes ex philyra, Mercurium, inquit, forte palpati arietis mollitie delectatum, deglubâsse oviculam, dumque pertentat,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • καρφολασία — καρφολασία, ἡ (Μ) τα ίχνη τών καρφιών από τα πέταλα τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + ἔλασις] …   Dictionary of Greek

  • καρφοπέταλο(ν) — καρφοπέταλο(ν), τὸ (Μ) πέταλο και καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + πέταλον (< πέταλον), πρβλ. αλογο πέταλο(ν), ροδο πέταλο(ν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»