-
1 καρφίον
-
2 καρφίον
καρφίον, τό, kleiner Zweig -
3 ἧλος
ἧλος, ὁ (wahrscheinlich von ἵημι), der Nagel; bei Hom. nie als Befestigungsmittel, sondern als Zierrath; am Scepter, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Il. 1, 246; am Griff od. an der Scheide des Schwertes, ξίφος· ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον 11, 29; am Becher, δέπας –, χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον ib. 663; überall goldene Nagelknöpfe oder ihnen ähnliche Buckeln gemeint; vgl. Ath. XI, 488 b ἔξωϑεν δεῖ ἐμπείρεσϑαι τοὺς χρυσοῠς ἥλους τῷ ἀργυρῷ ἐκπώματι u. XII, 539 c χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι καὶ ὑποδήμασιν ἐφόρει; Nägel von Eisen erwähnt Pind., ἅλοις κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσε P. 4, 71; Plat. Phaed. 83 d; σιδηροῖ καὶ ξύλινοι Xen. Cyn. 9, 12; Sp., wie Eryc. 1 (VI, 96). – Sprichwörtlich ἄλλῳ ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον, ein Keil treibt den andern, Luc. de lapsu in salt. 7; vgl. Diogen. 5, 17. – Uebertr., warzen ähnliche Auswüchse an Händen u. Füßen, Hühneraugen, Nic. Th. 272, was nach den Schol. gew. κάρφιον heißt; Medic. – Eine Krankheit des Oelbaumes, auch μύκης genannt, Theophr. – Die Abkürzung ἧλ s. oben.
См. также в других словарях:
καρφίον — καρφίον, τὸ (AM) βλ. καρφί … Dictionary of Greek
καρφίον — suckers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφία — καρφίον suckers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφίοις — καρφίον suckers neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφίου — καρφίον suckers neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφίῳ — καρφίον suckers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TENUS — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. ubi de invento torquendi lanas et in fila deducendi ad eundem modum, quô prius torquebantur restes ex philyra, Mercurium, inquit, forte palpati arietis mollitie delectatum, deglubâsse oviculam, dumque pertentat,… … Hofmann J. Lexicon universale
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
καρφολασία — καρφολασία, ἡ (Μ) τα ίχνη τών καρφιών από τα πέταλα τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + ἔλασις] … Dictionary of Greek
καρφοπέταλο(ν) — καρφοπέταλο(ν), τὸ (Μ) πέταλο και καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + πέταλον (< πέταλον), πρβλ. αλογο πέταλο(ν), ροδο πέταλο(ν)] … Dictionary of Greek