Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καρφηρός

См. также в других словарях:

  • καρφηρός — καρφηρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άχυρα («εὐναῑαι καρφυραί» οι φωλιές, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος, τὸ + κατάλ. ηρός*] …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»