-
1 νεοσσοί
νεοσσόςyoung bird: masc nom /voc pl -
2 ἀτάρ
ἀτάρ (verkürzt aus αὐτάρ?), aber; immer den Setz anfangend, von Hom. an bes. bei Dichtern, doch auch in Prosa. Scharfer Gegensatz, Iliad. 4, 29. 5, 820. 10, 420 Od. 13, 243; mit γέ, τὸ πρίν· ἀτὰρ τότε γε Iliad. 16, 573, τὸ πρίν· ἀτὰρ μὲν νῦν γε 6, 125, νῦν· ἀτὰρ ἠῶϑέν γε Od. 14, 512, ζωῷ, ἀτὰρ τεϑνεῶτί γε Od. 19, 331, νέκυν περ γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχεα Iliad. 17, 122, νέκυος δὲ δὴ γυμνοῦ· ἀτὰρ τά γε τεύχεα 18, 21; und doch, Iliad. 5, 483; schwacher Gegensatz, Iliad. 12, 144. 15, 396. 3, 270. 8, 62. 11, 30. 21, 41. 23, 871. 24, 626; bloß anreihend, Iliad. 13, 831. 15, 241. 16, 85. 18, 218. 20, 162. 23, 869 Od. 5, 163. 9, 196. 13, 358. 15, 197; νεοσσοί; ὀκτώ· ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν Iliad. 2, 313, γυναῖκας ἕπτ', ἀτὰρ ὀγδοάτην Βρισηίδα 19, 246; ἠὲ καὶ ἤδη οἴκοι, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν φυτεύει Od. 15, 178, vgl. 17, 159; μή τις ἴδηται ἐξελϑὼν μεγάροιο, ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω Od. 21, 229, ὄφρα γνῷς κατὰ ϑυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσϑα καὶ ἄλλῳ 22, 373; bloß epexegetisch, Identisches oder fast Identisches neben einander stellend, Iliad. 5, 485. 833. 10, 99 Od. 2, 240; μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον Iliad. 2, 214. 5, 759 Od. 3, 138; die Rede beginnend, Homerisch, wie γάρ, Iliad. 22, 331 ὁ δ' ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς., Ἕκτορ, ἀτάρ που ἔφης κτἑ.; vgl. Iliad. 6, 429 Od. 4, 236. Einem μέν entgegengesetzt Her. 2, 175; Xen. Hell. 5, 3, 7 u. sonst. Bloß anknüpfend, doch so, daß das Folgende als etwas Bedeutenderes hervorgehoben wird, καὶ ἄλλοι τινές με ἤδη ἤροντο, ἀτὰρ καὶ Εὔηνος πρώην Plat. Phaed.. 60 d; ἀεὶ μὲν ἔγωγέ σου τὴν φιλοσοφίαν ἄγαμαι, ἀτὰρ καὶ νῦν ἐπαινῶ, u. jetzt lobe ich sie sogar, Prot. 355 d; ἀτάρ τοι, aber ja, Eur. Bacch. 509. Wiewohl, ἀτὰρ γελοῖον μὲν δοκεῖ, ὅμως δέ Euthyd. 304 d. Das Abbrechen einer Rede bezeichnend, doch, Aesch. Prom. 341; Soph. O. R. 1052; Plat. Phaedr. 227 b; ἀτὰρ τί συμβάλλομαι Xen. An. 4, 6, 14, u. so oft bei solchen plötzlich eingeworfenen Fragen.
-
3 ἐξ-ίπταμαι
ἐξ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), ausfliegen, ἐξίπτανται οἱ νεοσσοί Schol. Ar. Av. 769; Ath. IX, 389 b; – aor. ἐξέπτατ' οἴκων Eur. El. 944; s. übrigens ἐκπέταμαι.
-
4 αξιοεργος
-
5 απτην
- ῆνος adj.1) неоперившийся(νεοσσοί Hom.)
2) бескрылый(ἐφημέριοι Arph.; ζῷα Plat.)
3) бесперый(ὄρνις Plut.)
-
6 выводок
выводокм прям., перен οἱ νεοσσοί, ἡ γεννοβολιά, ἡ γεννιά, ἡ φάρα, τό τσούρμο. -
7 дети
-ей, детям, детьми, о детях πλθ. (ενκ. дитя βλ. дитя).1. παιδιά ανήλικα•книга для -ей παιδικό βιβλίο.
|| (για ζώα, πτηνά) νεογνά, νεογέννητα• νεοσσοί. || αφελής, άπειρος.2. τέκνα. || η νέα γενιά. -
8 молодняк
-а α.1. αθρσ. τα μικρά ζώα, τα νεογνά• οι νεοσσοί.2. δασάκι, νεαρό δάσος.3. η νεολαία, οι νέοι, η νιότη. -
9 птенец
-нца α. νεοσσός. || μτφ. αναθρεφτός.εκφρ.желторотый птенец – άπειρος νέος, α-ξέβγαλτος (όπως οι νεοσσοί που έχουν κίτρινη τσιμπίδα)• μόλις βγήκε από το τσόφλι. -
10 καρφυκτοί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφυκτοί
-
11 κοχώνη
κοχώνη, ἡ, -
12 φαρκάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρκάζω
-
13 ἐρημαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημαῖος
-
14 ὀνίστειοι
ὀνίστειοι· νεοσσοί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνίστειοι
-
15 Brood
v. intrans.P. and V. ἐνθυμεῖσθαι, φρονιτίζειν, συννοεῖν (or mid.).Look gloomy: Ar. and V. συννεφεῖν.Brood on: P. and V. ἐνθυμεῖσθαι (acc.), φροντίζειν (acc.), συννοεῖν (or mid.) (acc.), V. ἑλίσσειν (acc.), νωμᾶν (acc.), καλχαίνειν (acc.); see reflect on.——————subs.Earth-born brood: V. γηγενὴς στάχυς, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brood
См. также в других словарях:
νεοσσοί — νεοσσός young bird masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψεβαδιστικά — τα ζωολ. κατηγορία πτηνών τών οποίων οι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά τους μέχρις ότου γίνουν ικανοί να πετάξουν, σε αντιδιαστολή με τα ευθυβαδιστικά, τών οποίων οι νεοσσοί μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη ακολουθώντας τους γονείς τους … Dictionary of Greek
αγριόκουρκος — ο Ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Tetrao urogallus που ζει συνήθως σε δάση κωνοφόρων και παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαστάσεις από όλα τα σκαλιστικά πουλιά τής χώρας μας. Τρέφεται με βελόνες κωνοφόρων, τρυφερούς βλαστούς και σπόρους οι νεοσσοί… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νεοσσοκόμος — και αττ. τ. νεοττοκόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που εκτρέφει νεοσσούς 2. (για τόπο) εκεί όπου εκτρέφονται νεοσσοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
νεοσσοτροφείον — νεοσσοτροφεῑον και αττ. τ. νεοττοτροφεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται νεοσσοί … Dictionary of Greek
νερόκοτα — Καλοβατικό πουλί της οικογένειας των Ραλλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι γαλλινούλη η χλωρόποδη. Έχει φτέρωμα πράσινο μπρούτζινο στη ράχη, μαυριδερό ή γκριζόμαυρο με λευκές λωρίδες στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος της είναι κωνικό, κίτρινο… … Dictionary of Greek
ξεπούλιασμα — το [ξεπουλιάζω] 1. ο καιρός κατά τον οποίο οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τις φωλιές τους 2. ο νεοσσός που εγκαταλείπει τη φωλιά του … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek