-
1 καρπῶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καρπῶν
-
2 αφορια
-
3 ευφορια
-
4 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
5 θηκη
ἥ1) хранилище, ящик, ларец(χρυσοῦ καὴ ἀργύρου Her.; καρπῶν Arst.; χρημάτων Plut.)
2) гроб, преимущ. могила Aesch., Soph., Thuc., Arst., Plut.3) ножны -
6 ιθυω
(ῑ) (только praes. и aor. ἴθῡσα)1) устремляться, бросаться, рваться впередἴθυσε μάχη πεδίοιο Hom. — битва распространилась по равнине;
Ἕκτωρ ἴθυσε νεός Hom. — Гектор бросился на (данайский) корабль;ἴθυσαν ἐπὴ τεῖχος Hom. — (троянцы) кинулись на стену;ἰ. πρός τινα Her. — броситься преследовать кого-л.2) пытаться, начинатьτῶν (καρπῶν) ὁπότ΄ ἰθύσειε ὅ γέρων ἐπὴ χερσὴ μάσασθαι Hom. — как только старец (Тантал) порывался взять плоды руками;
ὅκου ἰθύσειε στρατεύεσθαι Her. — где бы (Поликрат) ни начинал воевать -
7 κακια
ἥ1) низкое качество(καρπῶν Arst.)
; неумелость, неспособность, негодность(ἡνιόχων Plat.)
2) недочет, ошибка(κ. συγγραφική Luc.)
3) испорченность, порочность, порок Plat., Arst., NT., Plut.φρενὸς κ. Soph. — злонамеренность, дурной умысел
4) малодушие, трусость(κ. καὴ ἀνανδρία Plat.)
5) бесславие, позор6) злодеяние, преступление7) огорчение, забота, «злоба»(τῆς ἡμέρας NT.)
-
8 κατεργασια
-
9 κομιδη
I.дор. κομῐδά ἥ1) забота, уходκομιδῆς κεχρημένος Hom. — получающий заботливый уход2) питание, продовольственные запасы(κατὰ νῆα Hom.)
3) снабжение, доставка, подвоз(τῶν ἐπιτηδείων περὴ τέν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.)
4) уборка, сбор(καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.)
5) возвращение (обратный привоз) домой или на родину(Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.)
6) обратное получение7) возвращение домой(βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἥ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.)
8) поездка, путешествие(ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.)
II.реже κομῐδῆ adv. [dat. к κομιδή См. κομιδη]1) совершенно, вполнеκ. ἀτέχνως Plat. — без всякого размышления;
κ. ἕτερος Plat. — совершенно другой;κ. μεθύειν Plat. — быть совершенно пьяным2) ( в ответах) вот именно, совершенно верно, конечно(καὴ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ τριττὰ γένη εἶναι …; κ. γε Plat.)
-
10 μεταλαμβανω
1) принимать участие, участвовать, иметь (получать) долю(τῆς ληΐης Her.; καμάτου Pind.)
2) получать(τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα Her.; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων Plat.)
3) брать— принимать (после кого-л.) (τέν ἀρχήν, τέν στρατηγίαν Polyb.)4) тж. med. брать себе, принимать, присваивать(τῶν καρπῶν NT.; med. οὐνόματός τινος Her.)
φρονήματος μεταλαβεῖν Plut. — стать разумным;μ. τέν Ἑλληνικέν κατασκευέν τῶν ὅπλων Polyb. — вводить у себя оружие греческого образца5) вкушать(τροφῆς NT.)
6) менять(ἱμάτια Xen.; τέν σκευήν Luc.; ἔθη Polyb.)
7) променивать, обменивать(μ. τὸν πόλεμον ἀντ΄ εἰρήνης Thuc.)
8) ( о времени) наступать(ἄμα τῷ μεταλαβεῖν τῆς νυκτός Polyb.)
9) лог. условно принимать, допускатьσυλλογισμὸς πρὸς τὸ μεταλαμβανόμενον Arst. — силлогизм, исходящий из допущения
-
11 νεοτμητος
дор. νεότμᾱτος 21) свежесрезанный(τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.)
2) свежескроенный(κρηπῖδες Luc.)
-
12 νοστιμον
-
13 ξυγκομιδη
ἥ1) сбор, уборка(τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.)
2) переселение, наплыв(ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.)
-
14 ξυγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
15 ξυλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae. -
16 ξυντελεια
ἥ1) совместное уплачиваниеεἰς συντέλειαν ἀγαγεῖν τι Dem. — устраивать что-л. на общий счет
2) доля в платеже, квота, взносχρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. — участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос3) синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие)αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. — синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме;
εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ δέκα τάλαντα Dem. — лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов4) политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.5) сообщество, сонм (sc. τῶν θεῶν Aesch.)6) общая (конечная) цель(ἥ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὴ ξυμβάλλεται Plat.)
7) завершение, окончание(τῶν αἰώνων NT.)
τέν συντέλειαν ἔχειν Polyb. — быть оконченным;συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. — оканчиваться;8) зрелость(τῶν καρπῶν Plut.)
9) грам. прошедшее законченное время, перфект -
17 παραπομπη
ἥ1) перевозка, доставка(αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.)
2) продовольствие, снабжение3) сопровождение, эскорт(τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.)
-
18 συγκομιδη
ἥ1) сбор, уборка(τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.)
2) переселение, наплыв(ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.)
-
19 συγκομιζω
тж. med.1) собирать(τὸν ἐκκεχυμένον οἶνον Her.)
τῶν καρπῶν συγκεκομισμένων Her. — после уборки плодов2) свозить, доставлять(τὸν σῖτον ἐς τέν ἀγορήν Her.)
3) накапливать, нагромождать(κάλλιστον κτῆμα Xen.; τῇ μνήμῃ τι Luc.)
συγκομίζεσθαί τι πρὸς ἑαυτόν Xen. — накапливать что-л. для себя самого4) доставать, получать, приобретать5) хоронить, погребать(τὸν νεκρόν Soph.; τὸν Στέφανον NT.)
-
20 συλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Καρπῶν — Καρπώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπῶν — καρπέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) καρπός 1 fruit masc gen pl καρπός 2 wrist masc gen pl καρπόω bear fruit pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρπόω bear fruit pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καρπόω bear… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπων — καρπόω bear fruit imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καρπόω bear fruit imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος — Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
λυκοπένιο — το χημ. οργανική ένωση που ανήκει στη σειρά τών ισοπρενοειδών, στην οποία οφείλεται το κόκκινο χρώμα τών καρπών τής ντομάτας, τών ανθέων και τών καρπών τής άγριας τριανταφυλλιάς, καθώς και πολλών άλλων καρπών … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια … Dictionary of Greek
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek