Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καρκίνωσις

См. также в других словарях:

  • καρκινώσεις — καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem nom/voc pl (attic epic) καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem nom/acc pl (attic) καρκινόω make crab like aor subj act 2nd sg (epic) καρκινόω make crab like fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωσις — κέρκωσις, ἡ (Α) 1. γυναικείο νόσημα που συνίσταται σε σαρκώδη έκφυση τής κλειτορίδας 2. η εμφάνιση ουράς σε κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος «ουρά», κατ αναλογίαν προς το καρκίνωσις] …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… …   Dictionary of Greek

  • καρκινώσεως — καρκινώσεω̆ς , καρκίνωσις formation of a cancerous growth fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»