Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καράτομος

См. также в других словарях:

  • καράτομος — καράτομος, ον (Α) 1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος 2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + τομος (< τόμος < τέμνω),… …   Dictionary of Greek

  • καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] …   Dictionary of Greek

  • καρατόμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καράτομος — καρ̱άτομος , καράτομος beheaded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατόμον — καρατόμος masc/fem acc sg καρατόμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • καρατόμοις — καρ̱ατόμοις , καράτομος beheaded masc/fem/neut dat pl καρατόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατόμους — καρ̱ατόμους , καράτομος beheaded masc/fem acc pl καρατόμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καράτομον — καρ̱άτομον , καράτομος beheaded masc/fem acc sg καρ̱άτομον , καράτομος beheaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομώ — (Α καρατομώ, έω) [καρατόμος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω νεοελλ. (νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»