Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κανόνων

  • 1 κανόνων

    κανών
    straight rod: masc gen pl

    Morphologia Graeca > κανόνων

  • 2 κανών

    κανών, όνος, ὁ (verwandt scheint κάννα), jede gerade Stange, gerader Stab, um Etwas gerade, aufrecht od. aus einander zu halten; – 1) bei Hom. sind κανόνες die beiden überkreuz gelegten Hölzer, die zur Ausspannung des Schildrandes dienen, über welche das Leder gespannt ist, welches die Fläche des Schildes bildet, oder zwei Querhölzer oben u. unten auf der inneren Seite des Schildes, an denen der Schildhalter, τελαμών, befestigt war, ehe die Handgriffe, ὄχανα, in Gebrauch kamen; Iliad. 8, 193. 13, 407. Vgl. D. Hal. 2, 71 ἃς (πέλτας) ὑπηρέται τινὲς αὐτῶν ἠρτημένας ἀπὸ κανόνων κομίζουσι. – 2) Il. 23, 760 von der webenden Frau κανών, ὅντ' εὖ μάλα χειρὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόϑι δ' ἴσχει στήϑεος, entweder der Garn- oder Weberbaum, od. die Spule zum Aufwickeln des Garnes, was Nonn. D. 47, 631 nachahmt, wie auch Ar. Th. 822 als Geräthe der Frauen neben einander nennt τἀντίον, ὁ κανών, οἱ καλαϑίσκοι, τὸ σκιάδειον; nachher auf die Männer übertr. τοῖς ἀνδράσι ἀπόλωλεν ὁ κανὼν ἐκ τῶν οἴκων αὐτῇ λόγχῃ, wo entweder an den Schild mit dem Schol. zu denken, od. an den Schaft der Lanze, κάμακα erkl. der Schol. Auch Plut. sept. sap. conv. 13 erwähnt als Vorbereitung zum Weben κανόνων διάϑεσις καὶ ἀνέγερσις ἀγνύϑων; vgl. noch Poll. 7, 36. Aber κανόνες αὐλαιῶν sind Gardinenstangen, Chares Ath. XII, 538 d. – 3) der Wageballen u. die Wage selbst, Poll.; vgl. Ar. Ran. 798 u. Ep. ad. 85 (XI, 334), ἔστησ' ἀμφοτέρων τὸν τρόπον ἐκ κανόνος· εἰς τὸ μέρος δὲ καϑείλκετο τὸ τάλαντον; eigtl. nach Schol. Ar. Ran. 798 die Zunge am Wagebalken, τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὃν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον. – 4) die Ruthe, als Meßwerkzeug, die Meßruthe, Sp. Am Gewöhnlichsten jedes Instrument, das dazu dient, eine gerade Richtung hervorzubringen, Loth od. Setzwage, Richtscheid; ὥςτε τέκτονος παρὰ στάϑμην ἰόντος ὀρϑοῦται κανών Soph. frg. 421; πύργους ὀρϑοῖσιν ἔϑεμεν κανόσιν Eur. Troad. 6; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται ἡ τεκτονική Plat. Phil. 56 b; ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεϑα τὸ ὀρϑὸν ἢ τὸ μή, τὸν κανόνα προςφέρομεν Aesch. 3, 199; μολίβδινος Arist. Eth. 5, 14; Lineal, ταμίης γραμμῆς ἰϑυπόρος Paul. Sil. 50 (VI, 64), u. öfter in der Anth. Uebertr. heißt der Glück verheißende Sonnenstrahl κανὼν σαφής. Uebh. Richtschnur, Regel, Vorschrift; κανόνι τοῦ καλοῦ μετρῶν Eur. Hec. 602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον El. 52; ὅσα γὰρ ἀδικημάτων νόμος τις διώρικε, ῥᾴδιον τούτῳ κανόνι χρωμένους κολάζειν τοὺς παρανομοῦντας Lycurg. 9; ὅροι τῶν ἀγαϑῶν καὶ κανόνες Dem. 18, 296; καὶ μέτρον Arist. Eth. 3, 6. – So hieß eine Statue des Polykleitos κανών, die als Regel für die Schönheitsverhältnisse der menschlichen Gestalt anerkannt wurde; in der Musik das Monochord, nach dem alle übrigen Tonverhältnisse bestimmt wurden, Nicom. arithm.; so hießen auch bei den alexandrinischen Grammatikern die Sammlungen der griechischen Schriftsteller, welche sie als mustergültig anerkannten, Quint. inst. rhet. 10, 1, 54. 59; Ruhnken histor. oratt. p. XCIV; bei den K. S. diejenigen heiligen Bücher, welche die Kirche als Richtschnur u. Glaubensregel angenommen hatte, die kanonischen Bücher. – Bei den Gramm. sind κανόνες Regeln, bes. der Declination u. Conjugation, u. Regeln über die Construction, vgl. z. B. Choerobosc. in B. A. 1180. – Κανόνες χρονικοί, chronologische Hauptmomente, welche man als ausgemacht annahm, u. nach denen man die dazwischen liegenden Zeiträume berechnete, Plut. Sol. 27; vgl. D. Hal. 1, 74; a. Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κανών

  • 3 отступление

    отступление
    с
    1. воен. ἡ ὑποχώρηση[-ις], ἡ ὀπισθοχώρηση [-ις]:
    временное \отступление ἡ προσωρινή ὑποχώρηση·
    2. (уклонение) ἡ παρεκτροπή, ἡ παράβαση [-ις], τό παραμέρισμα:
    \отступление от закона (от правил) ἡ παράβαση τοῦ νόμου (τών κανόνων)·
    3. лит. ἡ παρέκβαση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > отступление

  • 4 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 5 законодатель

    α.
    -ница, -ы θ.
    νομοθέτης. || εισηγητής (κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, μόδας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > законодатель

  • 6 наблюдатель

    α., -ница, -ы θ.
    1. παραρατηρητής•

    непристрастный наблюдатель αμερόληπτος παρατηρητής•

    сторонний наблюдатель ξένος παρατηρητής•

    -ли Организации Объединённых Наций παρατηρητές της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών.

    || επιτηρητής.
    2. αυστηρός τηρητής (παραδόσεως, κανόνων, ηθών κ.τ.τ.)

    Большой русско-греческий словарь > наблюдатель

  • 7 отступление

    ουδ.
    1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση• πισωδρόμηση•

    отступление вражеских войск υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων.

    2. μετακίνηση• απομάκρυνση• απόσυρση.
    3. κάμψη, λύγισμα•

    отступление перед трудностями λύγισμα μπροστά στις δυσκολίες.

    4. παράβαση αθέτηση• ε, κτροπή απομάκρυνση•

    отступление от правил παράβαση των κανόνων•

    отступление от темы απομάκρυνση από το θέμα.

    (φιλγ.) παρέκβαση•

    лирическое отступление λυρική παρέκβαση.

    Большой русско-греческий словарь > отступление

  • 8 регламентный

    επ.
    του κανονισμού, των κανόνων•

    регламентный порядок κανονισμένη (καθιερωμένη) τάξη (σειρά).

    Большой русско-греческий словарь > регламентный

  • 9 режим

    α.
    1. καθεστώς•

    царский режим τσαρικό καθεστώς•

    монархический режим μοναρχικό καθεστώς•

    полицейский режим αστυνομικό καθεστώς.

    || εσωτερικός κανονισμός• καθιερωμένη σειρά, τάξη•

    режим дня το καθεστώς της μέρας•

    школьный режим σχολικός κανονισμός.

    2. σύστημα κανόνων, μέτρων κλπ.)• режим питания κανονισμός διατροφής-δίαιτα•

    режим безопасности καθεστώς (μέτρα) ασφάλειας.

    εκφρ.
    режим экономики – σύστημα οικονομίας•
    режим резания – (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο.

    Большой русско-греческий словарь > режим

  • 10 соблюдение

    ουδ.
    1. τήρηση•

    соблюдение порядка η τήρηση της τάξης•

    соблюдение законов τήρηση των νόμων•

    соблюдение приличий η τήρηση των κανόνων καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).

    2. (δια)φύλαξη, προστασία•

    соблюдение интересов государства προστασία των συμφερόντων του κράτους.

    Большой русско-греческий словарь > соблюдение

  • 11 уставный

    επ.
    1. του κανονισμού. || των κανόνων.
    2. καταστατικός, του καταστατικού•

    -ые пункты οι παράγραφοι του καταστατικού.

    3. καθιερωμένος• θεσπισμένος•

    -ые примы борьбы οι καθιερωμένοι τρόποι (λαβές) πάλης.

    4. καθαρογραμμένος, ευανάγνωστος•

    уставный почерк ο ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας.

    Большой русско-греческий словарь > уставный

  • 12 щепетильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. παλ. του ψιλικάδικου και αρωματοπωλείου•

    -ая лавка ψιλικατζήδικο, μαγαζί ψιλικών και αρωμάτων•

    -ые товары τα ψιλικά.

    2. κομψός, της μόδας, σικ.
    3. λεπτολόγος, μικρολόγος• φιλόνικος.
    4. σχολαστικός, τυπικός• αυστηρής τήρησης αρχών, κανόνων.
    5. λεπτών τρόπων ή ιδιαίτερου τακτ• ιδιαίτερης προσοχής•

    щепетильный вопрос λεπτό ζήτημα.

    Большой русско-греческий словарь > щепетильный

  • 13 эвристика

    θ.
    η ευρετική (σύνολο κανόνων κ. μεθόδων έρευνας κ. λύσης θέματος).

    Большой русско-греческий словарь > эвристика

  • 14 εἰσβολή

    A inroad, invasion, Hdt.6.92, E. Ion 722 (lyr.), etc.;

    ποταμῶν Plb.4.40.9

    ;

    διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1

    ;

    ἐ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31

    codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.
    2 entrance, pass,

    ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75

    ; ἡ ἐ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112;

    Συμπληγάδων ἐ. E.Med. 1264

    (lyr.): pl., of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.
    b pl., mouth of a river, v.l. for ἐκβ. in Hdt.7.182.
    3 entering upon a thing, beginning,

    καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92

    ;

    ἐ. στεναγμάτων Id. Ion 677

    (lyr.);

    σοφισμάτων Ar.Ra. 1104

    ; κανόνων ib. 956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβολή

  • 15 κανών

    A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:
    1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, [ ἀσπίδα]

    δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407

    , cf. 8.193, Them.Or.21.257a.
    2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th. 822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.
    3 ruddled line used by masons or carpenters,

    πύργους.. ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6

    ;

    βάθρα φοίνικι κανόνι.. ἡρμοσμένα Id.HF 945

    ; also

    κ. λίθινος

    rule, straight-edge,

    IG12.313.113

    , 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 ([place name] Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5;

    κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199

    ;

    ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108

    (Lebad., ii B. C.);

    κανόνεσσι.. μετρήσασθαι A.R.1.724

    , cf. Ar.Av. 1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN 1137b31 (unless = κῦμα)

    ; κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh. 1354a26

    .
    b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).
    c metaph.,

    κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra. 799

    ;

    λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp. 650

    .
    6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).
    7 bed-post, LXXJu.13.6.
    8 in pl., poles from which the ancilia were suspended when carried, D.H.2.71.
    9 pl., bars of a window, PSI5.547.9(iii B. C.).
    10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.
    11 cross-bar of κιθάρα, Porph.inHarm.p.207.
    II metaph., rule, standard,

    κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec. 602

    ;

    γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον Id.El.52

    ;

    κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5

    ; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος.. ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων)

    ὤν Arist.EN 1113a33

    , cf. Arr.Epict.3.4.5;

    τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296

    ;

    ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.

    ; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr. 312.
    2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature,

    Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3

    .
    c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.
    3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm,

    οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25

    .
    b metrical scheme showing all possible forms of a verse, Heph.14.1, al.
    4 in Astronomy and Chronology, table of dates,

    κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27

    ; sg., κανών, , system of chronology, D.H.1.74.
    5 limit, boundary, expl. as τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος, Poll.3.151.
    b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.
    6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).
    7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανών

  • 16 τύκισμα

    A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr. 814 (lyr.);

    λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3

    , cf.HF 1096.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύκισμα

См. также в других словарях:

  • κανόνων — κανών straight rod masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • CANONUM Series — Graecis Α᾿κολουθία Κανόνων, item τάξιςτ τῷν Κανόνων, illud Collectionis genus vocatur, cum nude positi Canones diversorum Conciliorum unâ serie numerorum decurrunt. Concilium Ephes. Act. 2. Cum διὰ την` ενλησιαςτικῶν ςθεσμῶν ἀκολουθίαν, per… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»