-
1 κανόνων
κανώνstraight rod: masc gen pl -
2 εἰσβολή
A inroad, invasion, Hdt.6.92, E. Ion 722 (lyr.), etc.;ποταμῶν Plb.4.40.9
;διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1
;ἐ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31
codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.2 entrance, pass,ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75
; ἡ ἐ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112;Συμπληγάδων ἐ. E.Med. 1264
(lyr.): pl., of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.b pl., mouth of a river, v.l. for ἐκβ. in Hdt.7.182.3 entering upon a thing, beginning,καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92
; (lyr.);σοφισμάτων Ar.Ra. 1104
; κανόνων ib. 956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβολή
-
3 κανών
A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, [ ἀσπίδα]δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407
, cf. 8.193, Them.Or.21.257a.2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th. 822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.3 ruddled line used by masons or carpenters,πύργους.. ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6
;βάθρα φοίνικι κανόνι.. ἡρμοσμένα Id.HF 945
; alsoκ. λίθινος
rule, straight-edge,IG
12.313.113, 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 ([place name] Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5;κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199
;ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108
(Lebad., ii B. C.);κανόνεσσι.. μετρήσασθαι A.R.1.724
, cf. Ar.Av. 1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN 1137b31 (unless = κῦμα); κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh. 1354a26
.b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).c metaph.,κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra. 799
;λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp. 650
.6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.II metaph., rule, standard,κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec. 602
; ;κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5
; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος.. ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων)ὤν Arist.EN 1113a33
, cf. Arr.Epict.3.4.5;τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296
;ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.
; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr. 312.2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature,Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3
.c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm,οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25
.4 in Astronomy and Chronology, table of dates,κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27
; sg., κανών, ὁ, system of chronology, D.H.1.74.b astrological table,κανόνων καὶ εἰσόδων πήξεις Vett.Val.108.19
.b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.). -
4 τύκισμα
A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr. 814 (lyr.);λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3
, cf.HF 1096.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύκισμα
См. также в других словарях:
κανόνων — κανών straight rod masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
CANONUM Series — Graecis Α᾿κολουθία Κανόνων, item τάξιςτ τῷν Κανόνων, illud Collectionis genus vocatur, cum nude positi Canones diversorum Conciliorum unâ serie numerorum decurrunt. Concilium Ephes. Act. 2. Cum διὰ την` ενλησιαςτικῶν ςθεσμῶν ἀκολουθίαν, per… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek