-
1 κανθ'
Ἀνθά̱, Ἀνθάςmasc nom /voc /acc dualἈνθά, Ἀνθάςmasc voc sgἈνθά, Ἀνθάςmasc nom sg (epic)Ἀνθαί, Ἀνθάςmasc nom /voc plἄνθαι, ἄνθηfull bloom: fem nom /voc plἄνθᾱͅ, ἄνθηfull bloom: fem dat sg (doric aeolic)ἄντα, ἄνταover against: indeclform (adverb)ἄνται, ἄντηprayer: fem nom /voc plἄντᾱͅ, ἄντηprayer: fem dat sg (doric aeolic)ἔνθα, ἔνθαthere: indeclform (adverb)ἔνθε, ἔρχομαιibo: aor imperat act 2nd sg (doric)ἐντι, εἰμίsum: pres ind act 3rd pl (doric)ἐντι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sg (doric) -
2 κἄνθ'
Ἀνθά̱, Ἀνθάςmasc nom /voc /acc dualἈνθά, Ἀνθάςmasc voc sgἈνθά, Ἀνθάςmasc nom sg (epic)Ἀνθαί, Ἀνθάςmasc nom /voc plἄνθαι, ἄνθηfull bloom: fem nom /voc plἄνθᾱͅ, ἄνθηfull bloom: fem dat sg (doric aeolic)ἄντα, ἄνταover against: indeclform (adverb)ἄνται, ἄντηprayer: fem nom /voc plἄντᾱͅ, ἄντηprayer: fem dat sg (doric aeolic)ἔνθα, ἔνθαthere: indeclform (adverb)ἔνθε, ἔρχομαιibo: aor imperat act 2nd sg (doric)ἐντι, εἰμίsum: pres ind act 3rd pl (doric)ἐντι, εἰμίsum: pres ind act 3rd sg (doric) -
3 κανθύλη
Grammatical information: f.Meaning: `swelling, tumour', only in κανθύλας τὰς ἀνοιδήσεις. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (Fr. 220) H. (on alphabet. incorrect place); also κονθηλαί αἱ ἀνοιδήσεις H. -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The comparison with a Germanic word for ` ulcer, pus', e. g. OHG gund, Goth. gunds `γάγγραινα' (Holthausen KZ 28, 282), would require κονθ- or that κανθ- is secondary for *καθ-; "zur letzteren, sehr entfernten Möglichkeit Schwyzer 343 Zus. 1". Strömbergs proposal, Wortstudien 94, to derive κανθύλη from the name of the ass, κάνθων, κανθήλιος, is semant. not convincing. - The variation α\/ο is Pre-Greek, as is the suffix (Fur. 201 n. 14).Page in Frisk: 1,778-779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κανθύλη
-
4 σχενδύλη
σχενδύλη (long υ)Grammatical information: f.Other forms: \<σ\>κένδῡλᾰ (AP; preceded by - οῖς; on the second. -ᾰ Solmsen Wortforsch. 260 a. 262)Derivatives: σκενδύλια n. pl. `(small) pincers, nippers' (Hero), also κενδυλα trad. AP. 11. 203). In H. also σχενδυλό-ληπτοι `caught between tongs' and the ptc. pf. ἐσχενδυλῆσθαι, from *σχενδυλάω `to pinch with tongs'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Unexplained (formation like κανθ-, κορδ-ύλη). If the aspirate is original, perh. with Niedermann IF 15, 108 f. to χανδάνω, χείσομαι (from χενδ-) `seize' with σχ- from σχεῖν (Chantraine Form. 251). -- The variation shows that it is a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,838Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχενδύλη
См. также в других словарях:
κἄνθ' — Ἀνθά̱ , Ἀνθάς masc nom/voc/acc dual Ἀνθά , Ἀνθάς masc voc sg Ἀνθά , Ἀνθάς masc nom sg (epic) Ἀνθαί , Ἀνθάς masc nom/voc pl ἄνθαι , ἄνθη full bloom fem nom/voc pl ἄνθᾱͅ , ἄνθη full bloom fem dat sg (doric aeolic) ἄντα , ἄντα over against… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθίς — κανθίς, ίδος, ἡ (Α) κοπριά όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ (κάνθ ων, κανθ ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους] … Dictionary of Greek
κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… … Dictionary of Greek
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
κίσσαρος — κίσσαρος, ὁ (AM) μσν. κισσός αρχ. 1. κύσσαρος 2. το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα αρος (πρβλ. κάνθ αρος, κόμ αρος)] … Dictionary of Greek
κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… … Dictionary of Greek
κογχύλη — η (AM κογχύλη) το κοχύλι μσν. αρχ. η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. ύλη (πρβλ. αγκ ύλη, κανθ ύλη)] … Dictionary of Greek
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek