-
1 καμπάνα
καμπάνα ηколокол. Используется в богослужении для созывания верующих в храмЭтим.< лат. campana < лат. Campania Кампания – местность в Италии, где впервые (с 3 века) начали использовать колокол в богослужении. В 9 веке колокол появился в Восточных Церквах, начиная с храма Святой Софии в Константинополе -
2 καμπάνα
η колокол;§ τρώγω μιά γερή καμπάνα — воен, получить строгое наказание (наряд, гауптвахту и т. п.)
-
3 καμπάνα
[камбана] ουσ. Θ. колокол.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καμπάνα
-
4 καμπάνα
[камбана] ουσ θ колокол. -
5 αχτύπητος
η, ο1) небитый;αχτύπητο χταπόδι ( — ещё) не отбитый осьминог (выловленного осьминога бьют об камень, чтобы мясо было мягче);
2) не раненный; не подбитый;3) не могущий быть подбитым, недосягаемый (о дикой птице); 4) не сбитый (о молоке); 5) не подвергшийся резкой критике, санкциям; 6) не поражённый (болезнью);αχτύπητ από τη γρίππη — не заболевший гриппом;
§ δεν άφησε πόρτα αχτύπητη — он стучался во все двери, у всех попросил, никого не пропустил;
αχτύπητη καμπάνα — колокола, в которые не ударяли
-
6 βαρώ
(α) (αόρ. (ε)βάρεσα, παθ. αόρ. (ε)βαρέθηκα) 1. μετ.1) ударять, бить, колотить; 2) ранить;είμαι βαρεμένος στην καρδιά — быть раненным сердце;
3) подстрелить (об охотнике); метко стрелять, бить, попадать в цель;4) играть (на музыкальном инструменте);βαρ βιολί — играть на скрипке;
5) прогонять, отгонять (животных);6) принимать участие в торгаше; 2. αμετ. 1) подавить сигнал, трубить;βαράει η σάλπιγγα προσκλητήριο — труба играет сбор;
2) бить (о часах и т. п.);βάρεσε η καμπάνα μεσημέρι колокол пробил полдень; 3) стучать (в дверь, окно и т. п.); звонить (в дверь); 4) всходить (о светилах); ο ήλιος βάρεσε солнце уже высоко; 5) доходить, подходить (о воде); τό νερό βάρεσε μέχρι το μύλο вода дошла до мельницы; 6) ушибиться; расшибиться; получить ранение; 7) участвовать в торгах, называть цену;§ βαρώ μυϊγες — бить баклуши;
η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά — в животе бурчит (от голода);
μου βάρεσε... мне пришло, взбрело в голову...;βαρώ τό κεφάλι μου — раскаиваться;
βαρώ στο κεφάλι — вызывать головокружение;
τό βαράει — она проститутка; — она женщина лёгкого поведения;
τον βάρεσε πετριά он совсем с ума сошёл;πάρε τον ένα και βάρα τον άλλο погов, два сапога пара -
7 βροντόλαλος
-
8 φωνή
η1) голос;βραχνή φωνή — хриплый голос;
φωνή οξυφώνου — тенор;
φωνή βαθύφωνου — бас;
φωνή βαρυτόνου — баритон;
φωνή κεφαλής — или κεφαλική (ψευδής) φωνή — фальцет;
δεν έχω φωνή — не иметь голоса (музыкального);
έχει μιά φωνή καμπάνα — у него голос словно колокол;
με μεγάλη φωνή — громко;
2) крик;φωνές, κακό — шум и гам, невыносимый шум;
βγάζω ( — или σέρνω) μιά φωνή — покричать кому-л. (чтобы остановился);
βάζω (или μπήγω) τίς φωνές а) поднимать крик; б) звать на помощь;3) грам, залоговая форма глагола;ενεργητική (παθητική) φωνή — активная (пассивная) форма глагола;
§ η φωνή τοβ αίματος — голос крови;
φωνή βοώντος εν τη ερήμο — глас вопиющего в пустьше;
κατά φωνή κι' ο γάιδαρος — лёгок на помине
-
9 χτυπώ
χτυπάω 1. μετ.1) бить, стучать (во что-л.); хлопать; топать; отбивать (такт); выбивать (дробь и т. п.);χτυπ την πόρτα — стучать в дверь;
χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι — стучать кулаком по столу;
χτυπώ τούμπανο — бить в барабан;
χτυπώ την καμπάνα — бить, звонить в колокол;
χτυπώ τό κουδούνι — звонить (в дверь);
χτυπ τα χέρια ( — или παλαμάκια) — хлопать (в ладоши), аплодировать;
/χτυπώ τα φτερά — хлопать крыльями;
χτυπώ κάποιον στον ώμο — хлопать кого-л. по плечу;
χτυπώ τα πόδια — топать ногами;
χτυπώ τον χρόνο — отбивать такт;
τό ρολόγι χτυπά δέκα часы бьют десять;2) бить, ударять; колотить; стегать (ремнём); 3) постигать (кого-л.), случаться (с кем-л.); τον χτύπησε μεγάλη συμφορά его постигло большое несчастье; 4) забивать (гвозди); 5) ковать (железо); 6) взбивать (масло, яйца и т. п.); 7) попадать (в цель); στο πόδι τον -
10 κώδων
κώδων οколокол (устаревшая форма слова), см. καμπάναЭтим.дргр. κώδων, -ωνος < κώδεια / κώδυια «головка мака»
См. также в других словарях:
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
καμπάνα — η (λ. ιταλ.) 1. μεταλλικό όργανο που έχει κωνικό σχήμα και παράγει ήχο χτυπώντας το εσωτερικό του: Δε βάρεσε ακόμη η καμπάνα για εσπερινό. 2. επίπληξη, τιμωρία: Έφαγε μια γερή καμπάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
КАМПАН — [церковнослав. ], название колокола в слав. богослужебных книгах. Происходит от средневек. лат. названия этого инструмента campana или campanum. В античный период этим словом называлась любая бронзовая утварь, производившаяся в италийской обл.… … Православная энциклопедия
καμπανάκι — το (υποκορ. τού καμπάνα) 1. μικρή καμπάνα, καμπανέλι 2. βοτ. δημώδης ονομασία τού φυτού που σε παλαιότερες ταξινομήσεις ήταν γνωστό ως ιπομοία η ωραιοφυής … Dictionary of Greek
καμπανάρι — το (στην αμπελουργία) συν. στον πληθ. τα καμπανάρια τα μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρυγητό, αποτρυγήματα, αλλ. κουδούνια, καμπανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρι, πρβλ. κοντ άρι, χορτ άρι] … Dictionary of Greek
καμπανέλι — το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι) μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος νεοελλ. ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλι μσν. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου … Dictionary of Greek