Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βαρώ

См. также в других словарях:

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • βαρώ — εσα, βαρεμένος 1. χτυπώ κάποιον δυνατά, τον δέρνω: Μη βαράς το παιδί! 2. πυροβολώ και πληγώνω κάποιον ή τον σκοτώνω: Βάρεσε δύο πάπιες στο κυνήγι. 3. σημαίνω, ηχώ: Βάρεσε συναγερμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρῶ — βαρέω weigh down pres subj act 1st sg (attic epic doric) βαρέω weigh down pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβαρώ — βαρώ δυνατά, χτυπώ με ορμή («ο ταύρος... με τα κέρατα αντιβάρει» Δ. Σολωμός) …   Dictionary of Greek

  • ναυβαρώ — ναυβαρῶ, έω (Α) φορτώνω πλοίο υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. ισο βαρώ] …   Dictionary of Greek

  • υλοβαρώ — έω, Μ επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. οἰνο βαρῶ] …   Dictionary of Greek

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • ανεπιβάρητος — και ανεπιβάρυντος, η, ο (Α ἀνεπιβάρητος, ον) αυτός που δεν επιβαρύνεται με οικονομικές οφειλές νεοελλ. όποιος δεν επιβαρύνει τους άλλους, δεν τους δημιουργεί προβλήματα και υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιβαρύνω. Η γραφή με η είναι η… …   Dictionary of Greek

  • βάρεμα — το (Α βάρημα, Μ βάρεμα) βάρος, φορτίο μσν. νεοελλ. 1. ενόχληση, δυσφορία 2. επιβάρυνση, φόρος αρχ. νεοελλ. χτύπημα, πλήγμα νεοελλ. 1. τραύμα 2. η ώρα που βαράει, που ανατέλλει ο ήλιος μσν. στον πληθ. οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάρεμα < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βαρεμένος — (I) η, ο βλ. βαραίνω. (II) η, ο βλ. βαρώ …   Dictionary of Greek

  • βαρεσιά — η [βαρώ] 1. χτύπημα, τραύμα 2. οκνηρία, τεμπελιά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»