Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καμάτου

См. также в других словарях:

  • καμάτου — κάματος toil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lancia (ciudad) — Para otros usos de este término, véase Lancia (desambiguación). Lancia Ciudad del Imperio romano …   Wikipedia Español

  • CHALYBES — seu CALIBES, populi Asiae minoris Ponto vicini ad Thermodontem fluv. Homero Alizones appellati. Strabo, l. 12. Paphlagoniae proximi, Strabom Chaldaei dicti. Baudrando in Cappadocia, versus confinium Armeniae minoris inter Polemonium et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οϊζύς — ὀϊζύς και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αθλιότητα, δυστυχία, ταλαιπωρία («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», Ησίοδ.) 2. ως κύριο όν. Ὀϊζύς όνομα μυθικής κόρης τής Νυκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. οἴζω* «θρηνώ, πενθώ» με… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοαναληπτικός — και ψυχαναληπτικός ή, ό, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοαναληπτικά (φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που βελτιώνουν τη διανοητική απόδοση, διεγείρουν την εγρήγορση και ελαττώνουν το αίσθημα τού καμάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»