-
21 καλός
3 прекрасный, красивый, хороший -
22 καλός
-ή,-όν + A 61-19-38-52-65=235 Gn 1,4.8.10.12.18beautiful (mostly specified by τῷ εἴδει) Gn 12,14; id. (of things) Gn 27,15; fair, shapely, beautiful Jdt 11,21; κάλλιστος fairest, most shapely (of some parts of the body) Hos 10,11good Gn 1,4; good, nice (of food) Tob 2,1; pleasant (of words) Prv 16,24; fine Prv 31,11; excellent, precious Prv 24,4; pleasing Prv 2,10; κάλλιστος most excellent Est 8,12qhonest Tob 5,14; (morally) good Gn 2,9; τὸ καλόν that which is morally good, the good Dt 6,10οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον it is not good that man should be alone Tob 8,6; μάθετε καλὸν ποιεῖν learn to do well Is 1,17; ὅτι κύριος ἐλάλησεν καλὰ περὶ Ισραηλ for the Lord spoke good about Israel Nm 10,29; τί ὅτι ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν; why have you returned evil for good? Gn 44,4; καλλίονα ποιήσετε τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν you shall amend your habits Jer 18,11; οὐ προφητεύει οὗτός μοι καλά this one does not prophesy good concerning me 1 Kgs 22,18; γήρει καλῷ at a good old age Gn 15,15; τὰ ἑπτὰ ἔτη τὰ καλά the seven good years Gn 41,35; ῥήματα καλά good words, excellent words Jos 21,45; ὄνομα καλόν fair name, good reputation Prv 22,1; καλὰς χάριτας great favour 4 Mc 11,12; σύμβλημα καλόν ἐστιν it is a piece well joined Is 41,7*Gn 49,14 τὸ καλόν that which is good-ֶחֶמר? for MT ֲחמֹר an ass, cpr. Ps 118(119),20Cf. COOK 1987, 34; DODD 1954, 126-127; DOGNIEZ 1992 58.157(Dt 6,18). 197(Dt 12,25); HARL 1986a,88(Gn 1,4). 310(Gn 49,14); TOV 1981 107(Gn 49,14); WEVERS 1993, 828; →MM; TWNT -
23 κάλος
-ου ὁ N 2 2-0-0-0-0=2 Nm 3,37; 4,32rope, cordCf. DORIVAL 1994, 211 -
24 καλός
[калос] επ хороший, добрый. -
25 κάλος
[калос] ουσ α мозоль. -
26 καλός
1) bien2) bon3) brave4) richement -
27 καλός
1) dobry przym.2) łaskawy przym. -
28 καλός
-
29 καλός
1) good2) kindΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καλός
-
30 πάγ-καλος
πάγ-καλος, auch fem. παγκάλη, Plat. (in VLL., bes. bemerkt), ganz, durchaus schön; τάς τε χεῖρας παγκάλους ἔχειν μ' ἔφη, Ar. Plut. 1018; ϑεῖα καὶ πάγκαλα ἀγάλματα, Plat. Conv. 216 e, öfter; παγκάλη ἀνάπαυλα, Legg. IV, 722 c; παιδιά, Phaedr. 276 d; ἵπποι, Hipp. mai. 288 c. – Sp. auch im superlat. παγκάλλιστος. – Adv. παγκάλως, ἔχειν Plat. Phaedr. 230 c, λέγειν Rep. I, 331 e, öfter, wie Sp.
-
31 φιλό-καλος
φιλό-καλος, das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσϑῆτα Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.
-
32 μῑσό-καλος
μῑσό-καλος, das Schöne, Edle hassend, Philo.
-
33 ἀ-πειρό-καλος
ἀ-πειρό-καλος, im Schönen unerfahren, geschmacklos, καὶ ἀπαίδευτος Plat. Legg. VI, 775 b; τὸ ἀπ., = vor., Xen. Mem. 3, 10, 5; mit kleinen Kostbarkeiten prunkend, Dem. 24, 183; vgl. Luc. Alex. 21 Nigr. 24; Plut. oft = gemein denkend u. handelnd.
-
34 ἀ-φιλό-καλος
ἀ-φιλό-καλος, das Schöne, Gute nicht liebend, Plut. Symp. 5 prooem.
-
35 ὑπέρ-καλος
ὑπέρ-καλος, über die Maßen schön oder edel, Arist. pol. 4, 11. Bei Poll. 3, 71 auch ὑπερκάλη.
-
36 Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά
– Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος• Доброе слово человеку – что дождь в засуху• Доброе слово и кошке приятноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά
-
37 Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
Ο καλός ο καπετάνιος ( καραβοκύρης) στη φουρτούνα φαίνεται– Η κάθε δουλειά θέλει το μάστορά της• Дело мастера боитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
-
38 Ο καλός ο καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται
Ο καλός ο καπετάνιος ( καραβοκύρης) στη φουρτούνα φαίνεται– Η κάθε δουλειά θέλει το μάστορά της• Дело мастера боитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καλός ο καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται
-
39 Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται
– Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται• Друзья познаются в бедеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται
-
40 κάλλιστος,-η,-ον[/*] sup. of καλός
-ων,-ονУАm4[/*] comp. of καλός
См. также в других словарях:
καλός — beautiful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… … Wikipédia en Français
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 … Dictionary of Greek
καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)