Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καλλί-πεπλος

См. также в других словарях:

  • ιόπεπλος — ἰόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό πεπλος, καλλί πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • λινόπεπλος — λινόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος, μελάμ πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερόπεπλος — ον, Μ αυτός που φορεί μαλακό, πολυτελή πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί πεπλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»