Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καλλίπεπλος

См. также в других словарях:

  • καλλίπεπλος — ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ) αυτή που φορά ωραία πέπλα αρχ. αυτή που φορά ωραία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, μακρό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέπλου — καλλίπεπλος with beautiful robe masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπεπλοι — καλλίπεπλος with beautiful robe masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»