Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλάμοις

См. также в других словарях:

  • καλάμοις — κάλαμος reed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CALAMAULES — Graece Καλαμαύλης, μόνανλος, qui unicam tibiam inflabat. Tibiarum enim materia antiquitus, harundines, an prima fuerit, incertum: ex offibus enim hinnuleorum primam omnium a Minerva factam esle, sunt qui tradant. Coeterum apud Veteres tibia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALAMINUM Mel — apud veterem Auctorem, qui περιήγησιν Orbis scripsit, sub Constantino, ubi de Seribus et vicinis aliis gentibus: Proedictoe autem gentes vivunt pomis, et piper et mella calamina: panem enim caelestem cottidiamum accipiunt: Graecis μέλι καλάμινον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»