-
1 ἐπιδιατίθημι
A arrange besides or afterwards, D.C.62.15:—[voice] Med., deposit as security for one's doing a given act, Lys.Fr. 110 S.;ἀργύριον D.33.13
; cf.ἐπιδιαθήκη 11
; also, stake on a throw at dice, Poll.9.96; cf. ἐπιδιάκειμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιατίθημι
-
2 ἐπιδιάκειμαι
2. to be laid upon, καλάμοις, of vegetables, Sor.1.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιάκειμαι
См. также в других словарях:
επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… … Dictionary of Greek