-
1 κακουργίαι
κᾱκουργί̱ᾱͅ, κακουργίαwickedness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἄφετος
A let loose, ranging at large, esp. of sacred flocks that were free from work,ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ.. ἱερῷ Pl. Criti. 119d
;νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt. 320a
, cf. R. 498c, Isoc.5.127, Call.Del.36.II of persons, dedicated, free from worldly business, E. Ion 822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8
;ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9
.2 of things,ἄ. ἡμέραι
holidays,Poll.
1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20;ὁρμαί Ph.2.380
, cf. Plu.2.12a;δρόμοι Id.Cleom.34
;ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10
;κακουργίαι Id.Piet.21
;τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7
;τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6
. Adv.-τως, ὁρμᾶν
freely,Ph.
1.135, cf. Dam.Pr. 307;ἀπολαύει Phld.D.3
Fr.89.3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56.
См. также в других словарях:
κακουργίαι — κᾱκουργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek