Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καιρός

  • 61 καίρους

    καῖρος
    row of thrums: masc acc pl
    καιρόω
    row of thrums: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > καίρους

  • 62 καίρων

    καῖρος
    row of thrums: masc gen pl
    καιρόω
    row of thrums: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    καιρόω
    row of thrums: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καίρων

  • 63 καίρως

    καῖρος
    row of thrums: masc acc pl (doric)
    καιρόω
    row of thrums: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καίρως

  • 64 Κάθε πράγμα στον καιρό του και αβγά κόκκινα το Πάσχα

    – Κάθε πράγμα στον καιρό του και αβγά κόκκινα το Πάσχα
    Всякому овощу свое время
    Всему свое время
    Дорога ложка к обеду, а красное яичко во Христов день
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε πράγμα στον καιρό του και αβγά κόκκινα το Πάσχα

  • 65 vakit

    καιρός, χρόνος, ώρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > vakit

  • 66 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 67 погода

    погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού
    * * *
    ж
    ο καιρός

    хоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός

    плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός

    (сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο

    сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση

    прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού

    Русско-греческий словарь > погода

  • 68 пора

    пор||а I ж
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:
    летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·
    2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:
    \пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.
    пора II ж ὁ πόρος.

    Русско-новогреческий словарь > пора

  • 69 погода

    θ.
    καιρός•

    дождливая погода βροχερός καιρός•

    перемена погоды αλλαγή του καιρού•

    предсказание -ы πρόβλεψη του καιρού•

    прекрасная погода θαυμάσιος καιρός•

    погода проясняется ο καιρός ξεκαθαρίζει•

    бурная погода θυελλώδης καιρός•

    в дурную -у σε άσχημο καιρό•

    отвратительная погода απαίσιος καιρός•

    улучшение -ы καλυτέρευση του καιρού•

    погода портится ο καιρός χαλάει•

    переменчивость -ы εναλλαγή του καιρού.

    εκφρ.
    делать -у – αφήνω εποχή.

    Большой русско-греческий словарь > погода

  • 70 пора

    пора 1. ж о καιρός 2. предик. είναι καιρός· \пора идти είναι καιρός να φύγω ◇ с каких пор? από πότε; с тех пор από τότε; до сих пор μέχρι εδώ (о месте)· ως τώρα (о времени)
    * * *
    1. ж
    ο καιρός
    2. предик.

    пора́ идти́ — είναι καιρός να φύγω

    ••

    с каки́х по́р? — από πότε

    с тех по́р — από τότε

    до сих по́р — μέχρι εδώ ( о месте); ως τώρα ( о времени)

    Русско-греческий словарь > пора

  • 71 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 72 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

  • 73 παρα-πίπτω

    παρα-πίπτω (s. πίπτω), daneben hinfallen, ἐγγὺς τῶν τειχῶν τὸ σῶμα παραπεπτωκός, Plut. Lys. 29; – einfallen, sowohl von feindlichen Einfällen, Pol. 2, 53, 6 u. öfter, als zufällig dazukommen, hingelangen, κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς, Her. 8, 87; εἴ ποϑεν ἀέλπτως παραπέσοι σωτηρία, Eur. Or. 1173; εἰς πόλιν, Pol. 4, 80, 9; ἀνελπίστως παρέπεσεν εἴς τινα σκηνήν, 15, 28, 4, vgl. παραπεσούσης ἐκ Μεταποντίου βοηϑείας εἰς τὴν ἄκραν, 8, 36, 1; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι, Xen. Hipparch. 7, 4, wie Plat. ὁπόταν δόξῃ τις παραπεπτωκέναι καιρός, Legg. VIII, 842 a; τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ, 832 b, wie τὸν νῦν δὴ παραπεσόντα λόγον λέγω, Phil. 14 c, öfter; auch ϑαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησιν, sei ihnen zu Theil geworden, Legg. III, 686 d; καιρὸς παραπίπτει, die Gelegenheit kommt vor, vgl. Dem. 1, 8; Alcidam. sophist. 674, 34; Pol. 1, 75, 9 u. öfter; ὁ παραπεσών = τυ χών, Plut. Galb. 8; – vorbeikommen, überholen, τοὺς διώκοντας, Pol. 11, 15, 2; – danebenfallen, verfehlen, τῆς ὁδοῦ, 3, 54, 5; übertr., τῆς ἀληϑείας, die Wahrheit verfehlen, 12, 7, 2; πολύ τι παρέπεσε τοῠ καϑήκοντος, 8, 13, 8; vgl. noch Xen. Hell. 1, 6, 4, διαϑροούντων ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι Λακεδαιμόνιοι μέγιστα παραπίπτοιεν ἐν τῷ διαλλάττειν.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρα-πίπτω

  • 74 βιάζω

    μετ.
    1) брать силой; применять силу;

    βιάζω την πόρτα — взломать дверь;

    2) заставлять, принуждать;
    3) насиловать (женщину); 4) торопить, погонять;

    ο καιρός βιάζει — время не ждёт; — время торопит;

    ο καιρός δεν βιάζει — время терпит;

    δεν βιάζει — не к спеху;

    ο καιρός βιάζει να φύγουμε — время, пора уходить;

    μη με βιάζεις — не торопи меня;

    βιάζομαι

    1) — спешить, торопиться;

    μη βιάζεστε — не торопитесь;

    έλα βιάσου! поторопись!;
    2) быть вынужденным, принуждённым; 3) подвергаться насилию;

    § όποιος βιάζεται σκοντάφτει — посл, поспешишь — людей насмешишь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βιάζω

  • 75 είμαι

    1.
    1) быть, существовать; иметься; ποιός ξέρει, αν θα είμαστε τού χρόνου кто знает, доживём ли мы до следующего года; είναι φόβος να πεθάνει есть опасение, что он умрёт; δεν είναι τρόπος να πεισθεί его невозможно убедить; 2) быть, находиться; είναι εδώ он здесь; ήσουν μακρυά; ты был далеко?; είμασταν περίπατο мы гуляли; ήταν στα ξένα он был за границей; είναι με τίς παντούφλεο он в домашних туфлях;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне, я с тобой;

    3) быть, происходить; случаться;
    τί είναι εδώ; что здесь происходит?; τί ήτανε; что случилось?, что произошло?; 4) быть (в каком-л. состоянии, настроении и т. п.); πώς είσαστε; как вы поживаете?, как вы себя чувствуете?;

    είμαι καλά — я чувствую себя хорошо;

    είναι θυμωμένος он сердит;

    είμαι στο κέφι — быть в настроении;

    5) участвовать, принимать участие;
    ήταν κΓ αυτός στο αντάρτικο он тоже участвовал в партизанском движении; 6) быть включённым (в список и т. п.);

    δεν είμαι στον κατάλογο των προσκεκλημένων — я не включён в список приглашённых;

    7) (με γεν.) а) принадлежать;
    τίνος είσαι συ; ты чей?; τίνος είναι η βάρκα; чья это лодка?; τό σπίτι είναι τού πατέρα μου это дом моего отца; είναι κι' αυτός της παρέας он тоже из этой компании; б) (о возрасте): πόσων χρονών (или ετών) είσαι; сколько тебе лет?;

    είμαι εικοσιτριών χρονών — мне двадцать три года;

    8):

    είμαι από — происходить, вести свой род;

    είμαι από φτωχή οικογένεια — я из бедной семьи;

    από πού είσαι; ты откуда?;

    είμαι από τη Μόσχα — я из Москвы;

    9):

    είμαι γιά... — а) собираться (куда-л. и т. п.);

    είμαι γιά Θεσσαλονίκη — я собираюсь в Салоники, мне надо ехать в Салоники;

    είμαστε γιά φευγάλα мы думаем бежать, нам надо бежать;
    б) быть достойным (чего-л.); είσαι γιά φίλημα ты достоин поцелуя; είναι γιά γέλια он смешон; 2. (в качестве вспомогат. гл.) 1) знач связки) быть; являться;

    εγώ είμαι 5 — то я;

    είμαι νέος — я молод;

    είμαστε έτοιμοι мы готовы;
    είμαστε καμμιά εικοσαριά нас около двадцати человек; ποιός είσαι; кто ты?; τί είναι αυτός; кто он такой?; τί ώρα είναι; который час?; τί καιρός είναι; какая погода?; είναι ζέστη тепло; είναι ψύχρα холодновато; είναι δροσιά прохладно; είναι κρύο холодно; είναι χειμώνας зима; είναι πολύ πρωΐ ещё раннее утро; είναι κοσμοπλημμύρα очень много народа, огромное скопление народа; 2) (употр, для образования сложных форм страд, залога):

    θα είμαι πεσμένος στο κρεββάτι — я лягу спать;

    3. (с зависимым наклонением означает):
    1) собираться, намереваться;

    είμαι να πάω εξοχή — я собираюсь поехать за город;

    2) предполагаться;
    ήταν να γίνει η παράσταση, μα ανεβλήθη должно было состояться представление, но было отложено; 3) суждено; ήταν να σπάσει к' έσπασε ему суждено было разбиться, и он разбился; 4) можно..., следует...; είναι να τα λες αυτά; разве можно такие вещи говорить?; είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! это такой ужас!; είναι να τρελλαθεί κανείς! от этого можно с ума сойтиI, от этого голова кругом идёт!; 5) настало, наступило время; καιρός είναι να σταματήσει пора остановиться, перестать; είναι ώρα να φεύγουμε время уезжать (уходить);

    § είμαι της γνώμης ότι... — я думаю, моё мнение таково, что...; — я полагаю, что...;

    είμαι σε θέση να... — я в состоянии, я могу;

    είμαι σε διάθεση σας — я к вашим услугам;

    είσαι με τα καλά (или στα καλά) σου; ты в своём уме?;
    δεν είσαι με τα καλά σου ты с ума сошёл, ты не в своём уме; άς είναι пусть будет так; όπως και (или κι') άν είναι как бы то ни было; τό φόρεμα αυτό δεν είναι πλέον (или πιά) της μόδας эта одежда уже не в моде; είναι τρία χρόνια πού... три года прошло с тех пор, как...; είναι πολύς καιρός πού δεν μιλήσαμε давно мы с вами не беседовали; είναι στο χέρι μου это в моих руках, это зависит от меня; είμαστε γιά να 'μαστέ вот мы какие молодцы!; καί πού 'σαι ακόμα! и это ещё не всё!; и что ещё будет!; όπου (καί) να 'ναι скоро, в скором времени; вот-вот; να 'ταν (καί) να... если бы...; τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ калина себя хвалила; αυτός είναι πού είναι он таков, каков он есть; έ, αυτός είναι κι' αν είναι ψεύτης большего лгуна и не сыщешь!; πες μου με ποιόν πας, να σού πώ ποιός είσαι скажи мне, кто твои друзья, и я скажу тебе, кто ты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > είμαι

  • 76 год

    -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.
    1. χρόνος, χρονιά, έτος•

    новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•

    астрономический год αστρικό έτος•

    текущий год το τρέχον έτος•

    солнечный -ηλιακό έτος•

    хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•

    учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•

    урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•

    круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•

    из -а в год από χρόνο σε χρόνο•

    в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•

    в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•

    который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•

    ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•

    через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•

    с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•

    без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•

    год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•

    на год σ’ ένα χρόνο•

    за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•

    с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.

    2. πλθ. -ы δεκαετία•

    шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•

    люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.

    3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•

    детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•

    -ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•

    старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.

    εκφρ.
    он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•
    не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•
    год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί).

    Большой русско-греческий словарь > год

  • 77 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

  • 78 ἥκω

    ἥκω, impf. ἧκον, gew. mit aor. Bdtg, welche auch die modi des praes. häufig haben, fut. ἥξω, die übrigen tempp. sind ungebräuchlich (vgl. ἵκω); ich binangekommen, angelangt, bin da; bei Hom. nur in zwei Stellen, μάλα τηλόϑεν ἥκω Il. 5, 478 u. οὐ γὰρ ὀΐω ἥκειν εἰς Ἰϑάκην Od. 13, 325, ich glaube nicht, daß ich nach Ithaka gekommen bin; sonst ἵκω, wie auch Pind. Sehr gew. bei Tragg.; χϑονὸς μὲν εἰς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον, wir sind hergekommen, sind da, Aesch. Prom. 1; ἥκω σαφῆ τἀκεῖϑεν ἐκ στρατοῠ φέρων Spt. 40; ἥκω σεβίζων σὸν κράτος Ag. 249; τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον, die jüngst aus dem Kriege gekommen sind, 1608; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι Ch. 3; πρός τινα, 648; εἰς ὄψιν τινός, 213; mit dem bloßen acc. des Ortes, wohin man kommt, ἤπειρον ἥξει Ἀσιάδα Prom. 737; κελαινὸν φῦλον 810, wie τήνδε Θηβαίων χϑόνα Eur. Bacch. 1. – Anders ἥκομεν κοινὴν ὁδόν, wir kamen den Weg, Soph. Ant. 975, u. ὁδὸν μακράν Xen. Cyr. 5, 5, 42. – Der dat., ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι, Xen. Cyr. 5, 3, 26, ist wie bei ἔρχομαι zu erkl.; – εἰς σὲ πομπὸν ἥκω Soph. Phil. 499; ὡς τοὺς οἴκους, Tr. 364; absol., ὦ τέκνον ἥκεις, bist du da? O. C. 328; δι' ὀργῆς, s. διά. In att. Prosa überall, Πρωταγόρας ἥκει, ist gekommen, ist da, Plat. Prot. 310 d; παρὰ σὲ ἥκω Conv. 207 c; εἰς καλὸν ἥκεις, du bist zu rechter Zeit gekommen, 174 e; besondere Beziehungen des Zurückkommens u. ä. giebt der Zusammenhang. – Imperat., Soph. Ai. 1116; Eur. Rhes. 337; Ar. Pax 275, wie Xen. Cyr. 4, 5, 25. – Das imperf. ist selten bei guten Schriftstellern, Aesch. Prom. 664, Plat. Rep. I, 327 e; häufiger bei Xen. u. bei Sp., die auch das praes. = ἔρχομαι, ich komme, brauchen u. ein eigenes perf. ἧκα bilden, LXX.; vgl. Lob. zu Phryn. 744; ein plusqpf. ἥκεσαν bei Ios. Ja auch ein aor. ἧξα findet sich bei Paus. 2, 11, 5; Galen. – Wie ἔρχομαι auch von leblosen Gegenständen, νῆες ἥκουσι Aesch. Suppl. 716; bes, von Krankheit, Unglück od. sonstigem Verhängniß, das Einem zu Theil geworden, νόσος Soph. Ai. 185 Phil. 748; τύχη Eur. Ion 539; κακόν Ar. Ran. 606; ἥκει τόδ' ἐπ' ἀνδρὶ ϑέσφατος βίου τελευτή Soph. O. C. 1470; σημεῖα 94; ἧκεν αὐτῷ χρησμός Plut. Thes. 24; τιμωρίαν ὑμῖν ἥξειν, daß euch Strafe treffen wird, Plat. Apol. 39 c; πόλεμός τις ἥξει Dem. 1, 27; ἐφ' ἑα υτοὺς τὸ δεινὸν ἥξειν 18, 45; – μόχϑος Aesch. Ch. 1016; ὄνειδος ἀντ' ὀνείδους Ag. 1541; vom Schalle, ἔχϑιστον φϑέγμα τοῠδ' ἥκει πατρί Soph. O. C. 1179; so auch ἥκει ἐμοὶ ἀγγελίη, mir kommt die Nachricht, Botschaft, Her. 8, 140; von der Zeit, ἦμαρ Acsch. Ag. 1274; νύξ Eur. I. T. 42; φῶς ἐμοῖς κακοῖς Or. 243; I. A. 439; αἱς γῆρας ἥκει πολιόν Suppl. 170; το μέλλονᾕξει Aesch. Ag. 1213; anders εἰς ἥξει καιρὸς ἐκεῖνος Theocr. 23, 33; ἥκει δ' ἡμῖν ὁ καιρὸς ἐκεῖνος Lys. 12, 79; so auch ἐπειδὴ δὲ ἧκεν ἡ ἐκκλησία Dem. 19, 19; – Alexis bei Ath. III, 95 a von Speisen, es kommt ein Gericht, wird aufgetragen; ἧκε ξένια Xen. An. 5, 5, 2; Hell. 7, 2, 23. Vgl. noch einzelne von den folgenden Beispielen. – Häufig ist die Vrbdg ἐς τοῠτο ἀμαϑίας ἥκειν, so weit in die Unwissenheit hineingerathen sein, so unklug sein, Eur. Andr. 170; εἰς τοσήνδε ὕβριν Soph. O. C. 1034; ὁ δ' ἐνϑάδ' ἥκων, als er dahin gekommen, in solcher Lage, Phil. 377; ὁρᾷς ἵν' ἥκει ς, du siehst, wo du hingerathen bist, O. R. 687; σκόπει κλύων τὰ σέμν' ἵν' ἥκει τοῠ ϑεοῦ μαντεύματα 953, wo sie hinausgekommen sind, wie nichtig sie sind; ἐγὼ εἰς τοσοῠτον ἀμαϑίας ἥκω, ὥςτε Plat. Apol. 25 e; οὕτω πόῤῥω τῆς σοφίαςἥκεις; so weit hast du es in der Weisheit gebracht? Euthyd. 294 e; εἰς ὅσον ὴλικίας ἥκει Charm. 157 d; εἰς τοσοῠτον ἀπαιδευσίας Gorg. 527 e. – Aehnl. πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; Eur. El. 751; öfter bei Her. εὖ ἥκειν τινός, z. B. χρημάτων, gut mit Gelde versehen sein, 5, 62, τοῠ βίου 1, 31; ϑεῶν χρηστῶν ἥκοιεν εὖ 8, 111, auch χώρην ὡρέων ἥκουσαν οὐκ ὁμοίως 1, 149, sich ähnlich verhalten, gleiche Jahreszeiten haben, Sp., wie εὖ ἔχειν; ohne Zusatz, πόλιος εὖ ἡκούσης Her. 1, 30, bei gutem Zustande des Staates, im Glück, ohne ein adv., σὺ δὲ δυνάμ ιος ἥκεις μεγάλης, 7, 157, du bist zu großer Macht gekommen, hast große Macht. so auch oft Ael., der H. A. 4, 34 auch ἐς μῆκος ε ὖ ἥκων sagt; - εἰς ταὐτὸν ἥκειν, auf eins u. dasselbe kommen, übereinstimmen, vgl. Valck. Hipp. 273. – ποῖ ἥκει λόγος; worauf geht, bezieht sich die Rede? Eur. Tr. 155, τὰ πρὸς ἔπαινον. ἥκοντα, was, um Lobe gereicht, Pol. 12, 15. 9; vgl. ἥξει εἰς ἐμὲ τὸ ἐλλεῖπον Xen. Cyr. 1, 5, 13, es wird auf nich geschoben werden; ἥκει ἐπ' ἐκείνους αἰτία Dem. 23, 12, ἃ εἰς αἰσχύνην ἥκει το ύτων οὐδ' εἰς ἐλπίδα οὐδεὶς ἔρχεται 61, 20, – τῶι. εἰς ϑαῠμα ἡκόντων, was Bewunderung, verdient, Paus. 8, 18 – Dah. zukommen, gebühren, οὕνεχ' ἧκέ μοι γένει τὸ τοῠδε πενϑ εῖν πήματα Soph. O. C. 742. – Darauf ankommen, worauf beruhen, ὅσα τῆς τῶν Φωκέων σωτηρίας ἐπὶ τὴν πρεσβείαν ἧκε Dem 19, 30. – Eigenthümlich sagt Pol. 26, 2, 11 ὃ καὶ νῠν ηκει γενόμενον, was auch jetzt vorkommt, zu geschehen pflegt. – Mit Participien dient es oft nur zur lebhaften Darstellung u. Umschreibung, ποῖον δὲ κέρδος ἀξιοῖς ἥκειν φέρων, d. i. mitbringen, Soph. O. C 585; τίν' ἥκει ς μ ῠϑον φέρουσα; was bringst du? 358; Phil. 1251; ὅταν δὴ α ὐτοῖς ἥκῃ ἡ τότε πλησμ ονἡ νόσον φέρο υσα Plat. Gorg. 518 d; εἶπεν ἥκειν ἄγοντα τούς Αϑηναίο υς, er sagte, cc solle die Athener als Gefangene mitbringen, Menex. 240 a; ἧκεν ἄγων τὸν μέλλοντα δώσει ν τὸ ηάρμακον, er kam mit dem Manne zurück, Phaed.. 117 a. Womit man vergleichen kann ἀλλὰ ϑ εοῖς γ' ἔχ ϑι στ ος ἥκω, ich komme als, ich bin den Göttern verhaßt, Soph. O. R. 1519; ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄριστος Ai. 623, fast = ὤν; vgl. El. 1192. 1193. – Mit dem partic. fut. wie ἔρχομαι, ich will, werde, bin im Begriff, ἥκω φράσων Soph. Tr. 1112; vgl. Valck. Phoen. 257. 713. 1082.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἥκω

  • 79 пора /

    1. (мельчайшие отверстия потовых желез на поверхности кожи) о πόρ/ος 2. (пустоты, промежутки между частицами вещества) το κενό, το διάκενο. II. 1. (время, период) η εποχή, ο καιρός 2. (определённый момент, наступа-ние какого-л. срока) о καιρός, η στιγμή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пора /

  • 80 время

    время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ
    * * *
    с
    1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)

    за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα

    ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι

    хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό

    2) ( период) η εποχή

    времена́ го́да — οι εποχές του χρόνου

    ••

    на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά

    в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ

    вре́мя от вре́мени — πότε πότε

    со вре́менем — με τον καιρό

    тем вре́менем — στο μεταξύ

    Русско-греческий словарь > время

См. также в других словарях:

  • Καιρός —         (kairos) (греч.) надлежащая мера; благоприятный момент; удача; выгода. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καῖρος — row of thrums masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»