-
1 καινότης
καινότης, ητος, ἡ, Neuheit; plur., Isocr. 2, 41; Ath. III, 99 c; oft Plut., bes. mit dem Nebenbegriffe des Ungewöhnlichen, Mar. 61; αἱ καινότητες καὶ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D. C. 44, 3.
-
2 καινοτης
- ητος ἥ тж. pl. новизна, новая черта(λόγου Thuc.; τῶν εὑρημένων Isocr.; κ. ἄθικτος ὑπὸ τοῦ χρόνον Plut.)
κ. ζωῆς NT. — обновленная жизнь -
3 καινότης
καινότηςnewness: fem nom sg -
4 καινότης
2 novelty,λόγου Th.3.38
;τῶν εὑρημένων Isoc.10.2
;Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν.. ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6
; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41;αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινότης
-
5 καινότης
καινότης, ητος, ἡ, Neuheit; bes. mit dem Nebenbegriffe des Ungewöhnlichen -
6 καινότης
καινότης, ητος, ἡ (since Thu. 3, 38, 5; Plut., Pericl. 13, 5; Lucian, Tyrannic. 22; 3 Km 8:53a; Ezk 47:12; Philo, Vi. Cont. 63) newness w. connotation of someth. extraordinary (καινός 2) of a star IEph 19:2. Hebraistically, the noun for an adj. κ. πνεύματος = πνεῦμα καινόν a new spirit Ro 7:6. κ. ζωῆς a new life 6:4; cp. IEph 19:3 (for lit. s. παλιγγενεσία 2). κ. ἐλπίδος a new hope IMg 9:1.—DELG s.v. καινός. TW. -
7 καινότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καινότης
-
8 καινότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καινότης
-
9 καινότης
новизна, свежесть, обновление.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καινότης
-
10 καινότης
-ητος + ἡ N 3 0-1-1-0-0=2 1 Kgs 8,53a(13); Ez 47,12*Ez 47,12 τῆς καινότητος of the new-ness, of the new products-שָׁחָד for MT יושׁלחד שׁחֶֹד every month -
11 καινοτήτων
καινότηςnewness: fem gen pl -
12 καινότησι
καινότηςnewness: fem dat pl -
13 καινότητα
καινότηςnewness: fem acc sg -
14 καινότητας
καινότηςnewness: fem acc pl -
15 καινότητες
καινότηςnewness: fem nom /voc pl -
16 καινότητι
καινότηςnewness: fem dat sg -
17 καινότητος
καινότηςnewness: fem gen sg -
18 καινότητ'
καινότητα, καινότηςnewness: fem acc sgκαινότητι, καινότηςnewness: fem dat sgκαινότητε, καινότηςnewness: fem nom /voc /acc dual -
19 καινο-τομία
καινο-τομία, ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
-
20 2538
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2538
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καινότης — καινότης, ἡ (Α) [καινός] 1. η καινούργια κατάσταση ενός πράγματος, η νέα μορφή («αἱ τῶν δερμάτων καινότητες», Φιλόστρ.) 2. η ιδιότητα τού καινοφανούς, η πρωτοτυπία, το καινοφανές («καινότης λόγου», Θουκ.) 3. στον πληθ. αἱ καινότητες νέα πράγματα… … Dictionary of Greek
καινότης — newness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτήτων — καινότης newness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότησι — καινότης newness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητα — καινότης newness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητας — καινότης newness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητες — καινότης newness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητι — καινότης newness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητος — καινότης newness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινότητ' — καινότητα , καινότης newness fem acc sg καινότητι , καινότης newness fem dat sg καινότητε , καινότης newness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek