Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καινότης

См. также в других словарях:

  • καινότης — καινότης, ἡ (Α) [καινός] 1. η καινούργια κατάσταση ενός πράγματος, η νέα μορφή («αἱ τῶν δερμάτων καινότητες», Φιλόστρ.) 2. η ιδιότητα τού καινοφανούς, η πρωτοτυπία, το καινοφανές («καινότης λόγου», Θουκ.) 3. στον πληθ. αἱ καινότητες νέα πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • καινότης — newness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτήτων — καινότης newness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότησι — καινότης newness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητα — καινότης newness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητας — καινότης newness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητες — καινότης newness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητι — καινότης newness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητος — καινότης newness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινότητ' — καινότητα , καινότης newness fem acc sg καινότητι , καινότης newness fem dat sg καινότητε , καινότης newness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»