Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καινο-τομία

См. также в других словарях:

  • πλαγιοτομία — η, ΝΑ νεοελλ. (γεωδ. τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής τής εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ. αρχ. λοξή εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τομία… …   Dictionary of Greek

  • φαυλοτομία — ἡ, Μ κακή διαίρεση, κακή μοιρασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομία] …   Dictionary of Greek

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»