-
61 καθ-υπο-κλέπτω
καθ-υπο-κλέπτω, verheimlichen, heimlich thun, Eumath.
-
62 καθ-υπο-κλίνω
καθ-υπο-κλίνω, = ὑποκλίνω, Sp.
-
63 καθ-υπο-δύω
καθ-υπο-δύω (s. δύω), im aor. II., sich hinablassen, Eust.
-
64 καθ-υπο-δείκνῡμι
καθ-υπο-δείκνῡμι (s. δείκνυμι), verstärktes ὑποδείκνυμι, Eust.
-
65 καθ-υπο-δέχομαι
καθ-υπο-δέχομαι, aufnehmen, Eumath.
-
66 καθ-υπο-βάλλω
καθ-υπο-βάλλω (s. βάλλω), ganz unterwerfen, Sp.
-
67 καθ-υπ-άρχω
καθ-υπ-άρχω, = ὑπάρχω, Plut. Cic. 23.
-
68 καθ-υπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον, der darüber befindliche, obere, höhere, u. übertr., überlegen, ἔστι ϑεοῖς ἔτ' ἰσχὺς καϑυπερτέρα Aesch. Spt. 208; κατυπέρτεροι τῷ πολέμῳ ἐγεγόνεσαν Her. 1, 67; 7, 233; δοκοῠντες τῇ παρούσῃ εὐτυχίᾳ καϑυπέρτεροι γενήσεσϑαι Thuc. 5, 14; Xen. Mem. 4, 6, 14 u. Sp., wie Plut. Pericl. 6. – Her. 4, 199 hat auch einen superl. ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς.
-
69 καθ-υπνής
-
70 καθ-υστερικῶς
καθ-υστερικῶς, später, Ptolem.
-
71 καθ-υστερέω
καθ-υστερέω, zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καϑυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καϑυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
-
72 καθ-υστερίζω
καθ-υστερίζω, dasselbe, Sp.
-
73 καθ-υφαίνω
καθ-υφαίνω, einweben, Euseb.
-
74 καθ-υφ-ίστημι
καθ-υφ-ίστημι (s. ἵστημι), verstärktes ὑφίστημι, Iulian.
-
75 καθ-υφ-ίημι
καθ-υφ-ίημι (s. ἵημι), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καϑυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισϑεὶς ἀργυρίῳ καϑυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καϑυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καϑυφῇς τι τῶν δικαίων τοῠ πατρός Luc. Prom. 5; – καϑυφῆκεν τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καϑυφίεσϑαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καϑυφείμεϑά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καϑυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καϑυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
-
76 καθ-υψηλός
καθ-υψηλός, bei D. Hal. 2, 43 f. L. für ὑψηλός.
-
77 καθ-υβρίζω
καθ-υβρίζω, übermüthig, frech behandeln, beleidigen, beschimpfen, mißhandeln; τινός, Soph. O. C. 964 Phil. 1348; τινά, σὲ καὶ τὰ σά Soph. El. 512; πλεῖστα χώραν Eur. Rhes. 500; καϑυβρίσαι πολλὰ τὴν χώραν Plut. Rom. 23; a. Sp.; τινί, τοῖς σοῖς ἄχεσι Soph. Ai. 153, στρατῷ Her. 1, 212, τοῖς ἄνϑεσι. Plut. Symp. 7, 8, 4, ϑυσίᾳ Paus. 4, 27, 1; εἴς τινα, D. Hal. 11, 2; absolut, αἱ πόλεις, κἂν εὖ τις οἰκῇ, ῥᾳδίως καϑύβρισαν, neigen zum Uebermuth u. Frevel hin, Soph. O. C. 1532.
-
78 καθ-υγρασμός
καθ-υγρασμός, ὁ, Anfeuchtung, Sp.
-
79 καθ-υγραίνω
καθ-υγραίνω, benetzen, Theophr.
-
80 καθ-υγίασις
καθ-υγίασις, ἡ, Heilung, zw.
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek