-
1 καθ-υγραίνω
καθ-υγραίνω, benetzen, Theophr.
-
2 καθυγραίνω
-
3 καθυγραινω
1) сильно увлажнять, мочить, т.е. разбавлять водой(τὸ ἔλαιον Arst.)
2) размачивать, делать жидким, разжижать(τὰ σχληρότατα Plut.)
1 καθ-υγραίνω
καθ-υγραίνω, benetzen, Theophr.
2 καθυγραίνω
3 καθυγραινω
(τὸ ἔλαιον Arst.)
(τὰ σχληρότατα Plut.)