-
1 καθυπνος
-
2 κάθυπνος
κάθυπνοςfast asleep: masc /fem nom sg -
3 κάθυπνος
κάθυπν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθυπνος
-
4 κάθυπνος
κάθ-υπνος, schläfrig, fest schlafend -
5 κάθυπνον
κάθυπνοςfast asleep: masc /fem acc sgκάθυπνοςfast asleep: neut nom /voc /acc sg -
6 καθύπνου
κάθυπνοςfast asleep: masc /fem /neut gen sgκαθυπνόωfall fast asleep: pres imperat act 2nd sgκαθύ̱πνου, καθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 3rd sgκαθυπνόωfall fast asleep: pres imperat act 2nd sgκαθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)καθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
7 καθύπνους
κάθυπνοςfast asleep: masc /fem acc plκαθύ̱πνους, καθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 2nd sgκαθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)καθυπνόωfall fast asleep: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
8 καθ-υπνής
-
9 καθυπνής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυπνής
См. также в других словарях:
κάθυπνος — κάθυπνος, ον (Α) ο βυθισμένος σε ύπνο, αυτός που κοιμάται βαθιά, καθυπνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * υπνος (< ὕπνος), πρβλ. ά υπνος, περί υπνος] … Dictionary of Greek
κάθυπνος — fast asleep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθυπνον — κάθυπνος fast asleep masc/fem acc sg κάθυπνος fast asleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύπνου — κάθυπνος fast asleep masc/fem/neut gen sg καθυπνόω fall fast asleep pres imperat act 2nd sg καθύ̱πνου , καθυπνόω fall fast asleep imperf ind act 3rd sg καθυπνόω fall fast asleep pres imperat act 2nd sg καθυπνόω fall fast asleep imperf ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύπνους — κάθυπνος fast asleep masc/fem acc pl καθύ̱πνους , καθυπνόω fall fast asleep imperf ind act 2nd sg καθυπνόω fall fast asleep imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καθυπνόω fall fast asleep imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπνής — καθυπνής, ές (Α) αυτός που κοιμάται βαθιά, κάθυπνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕπνος)] … Dictionary of Greek
καθυπνώ — καθυπνῶ, όω (AM, Α ιων. τ. κατυπνόω) [κάθυπνος] βυθίζομαι στον ὕπνο, κοιμάμαι βαθιά («ἵνα δὲ καθυπνώσης ἡδέως», Ξεν.) … Dictionary of Greek
καθύπνωσις — καθύπνωσις, ἡ (Α) [κάθυπνος] η αρχή τού ύπνου, το αποκοίμισμα … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek