-
1 By
prep.In oaths and entreaties: P. and V. πρός (gen.).Day by day: P. and V. καθʼ ἡμέραν.By twos, two by two: P. κατὰ δύο.By sevens: Ar. καθʼ ἕπτα (Av. 1079).Take, seize or drag by: use gen. (cf. Eur., El. 788).By only three votes did they let him off the death penalty: P. παρὰ τρεῖς ἀφεῖσαν ψήφους τὸ μὴ θανάτῳ ζημιῶσαι (Dem. 688).Consider each point by itself: P. ἕκαστον ἐφʼ ἑαυτοῦ σκοπεῖν (Dem.).He lived by himself: P. ᾤκει καθʼ αὑτόν (Dem. 1083).By oneself, singly: P. and V. αὐτὸς καθʼ αὑτόν.——————adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > By
-
2 Daily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Daily
-
3 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
4 Day
subs.All day: use adj., Ar. and V. πανήμερος.By day: P. and V. μεθʼ ἡμέραν, or use adj., P. μεθημερινός.By day or by night: V. νύχιος ἡ καθʼ ἡμέραν (Eur., El. 603).Every day: P. καθʼ ἑκάστην τὴν ἡμέραν.A day's journey: P. ἡμερησία ὁδός (Plat.).Some day: P. and V. ποτέ.Spend the day, v.: P. and V. ἡμερεύειν, P. διημερεύειν.The self-same day: P. and V. αὐθήμερον.On the day beforc: P. τῇ προτεραίᾳ. (gen.).The day before yesterday: Ar. and P. πρώην.In voting: also V. πληθύνεσθαι.Be the order of the day: P. and V. κρατεῖν.Living but a day, adj.: P. and V. ἐφήμερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Day
-
5 Singly
adj.One by one: P. καθʼ ἕνα.Each separately: P. καθʼ ἕκαστον.By oneself: P. and V. αὐτός, καθʼ αὑτόν.Unaided, alone: use adj.: P. and V. μόνος, εἷς, V. μοῦνος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Singly
-
6 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
7 насколько
наскольконареч1. вопр. πόσο, κατά πόσον:\насколько он старше вас? πόσο μεγάλήτερος εἶναι ἀπό σᾶς;·2. относ. καθ'ὅσον:\насколько мне известно καθ' ὅσον μοῦ εἶναι γνωστόν, ἀπ' δτι ξέρω. -
8 диктовка
-и θ.1. υπαγόρευση•писать под -у γράφω καθ' υπαγόρευση.
2. βλ. диктонт (1 σημ.).εκφρ.под -у чью – καθ' υπαγόρευση του..., κατ' επιβολή του... -
9 сам
сама, само (οριστική αντωνυμία).1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•
вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•
сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•
других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•
-а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.
2. μόνος, εξ ιδίων•слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),
3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.
4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•приехал ο τρανός ήρθε.
5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).
εκφρ.-а, -о собой – άθελα, ακούσια•глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•- о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•сам себе голова (хозяин, господин – κ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο. -
10 самый
αντων. οριστική.1. ο ίδιος (εντελώς, ακριβώς)•с -ого начала εντελώς από την αρχή, ευθύς εξ αρχής, απαρχής, αποξαρχής•
тот же самый εκείνος ο ίδιος ακριβώς•
это то же самыйое αυτό είναι ακριβώς το ίδιο, ένα και το αυτό•
у -ого моря στην άκρη (ακτή) της θάλασσας•
-ая середина ακριβώς η μέση.
|| παλ. εκείνος ακριβώς•в самый час απάνω στην ώρα•
в -ю минуту απάνω στο λεφτό.
2. αυτός καθ εαυτός•самый этот факт меня не радует αυτή καθ εαυτή η πράξη δε με χαροποιεί.
3. σχηματίζει τον υπερθ. β. των επ. ο πιο•самый красивый ο πιο όμορφος•
самый быстрый ο πιο γρήγορος ή ταχύς.
εκφρ.в -ом деле – α) στην πραγματικότητα, β) πραγματικά, αλήθεια, αληθινά•на -ом деле – στην πραγματικότητα. -
11 совершенно
επίρ.1. τελείως, τέλεια, εντελώς, στην εντέλεια.2. ακέραια, πλήρως, απόλυτα, καθ ολοκληρία, πέρα για πέρα, καθ όλα, ολότελα•он совершенно прав αυτός έχει περα για πέρα δίκαιο•
совершенно верно απόλυτα σωστά•
это- одно и тоже αυτό είναι ένα και το ίδιο.
-
12 Apiece
adv.Use P. καθʼ ἕκαστον.Between two: P. καθʼ ἑκάτερον.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apiece
-
13 Bread
subs.P. and V. σῖτος, ὁ.Loaf: Ar. and P. ἄρτος, ὁ.Barley bread: Ar. and P. μᾶζα, ἡ (Plat.).Bake bread: P. and V. σιτοποιεῖν (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bread
-
14 Custom
subs.P. and V. ἔθος, τό, νόμος, ὁ, νόμιμον, τό (Eur., Hel. 1270; but generally pl.), P. συνήθεια, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, V. νόμισμα, τό.Hereditary customs: Ar. and P. τὰ πάτρια.The custom of the country: Ar. and P. τὸ ἐπιχώριον.Alas! how bad the custom that prevails in Greece: οἴμοι καθʼ Ἑλλάδʼ ὡς κακῶς νομίζεται (Eur., And. 693).We will say it is not the custom in Greece to bury on land such as die at sea: V. ἀλλʼ οὐ νομίζειν φήσομεν καθʼ Ἑλλάδα χέρσῳ καλύπτειν τοὺς θανόντας ἐναλίους (Eur., Hel. 1065).It is a custom: P. and V. νομίζεται.Buying: P. and V. ὠνή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Custom
-
15 Detail
v. trans.P. and V. διέρχεσθαι, ἐξηγεῖσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, P. ἀκριβολογεῖσθαι.——————subs.In detail: use P. καθʼ ἕκαστον, καθʼ ἕκαστα.Go into detail, v.: P. ἀκριβολογεῖσθαι (absol.).Exact details of, subs.: P. ἡ ἀκρίβεια (gen.).Tell us clearly the details of what happened in the house: V. σαφῶς λέγʼ ἡμῖν αὔθʼ ἕκαστα τἀν δόμοις (Eur., Or. 1393.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Detail
-
16 завершение
το τελείωμα, η ολοκλήρωση, η (απο)περάτωση, η τελείωση, η συμπλήρωση- рейса мор. η ολοκλήρωση του πλουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завершение
-
17 задерживать
1. (замедлять) επιβραδύνω 2. (останавливать) σταματώ 3. (по времени) (καθ)υστερώ 4. (фильтровать) φιλτράρω 5. (улавливать) συλλέγω, παγιδεύω 6. (сдер-живать) αναστέλλω, συγκρατώ 7. (арестовы-вать) συλλαμβάνω, φυλακίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задерживать
-
18 запаздывать
1. (об одном явлении по отношению к другому) (καθ)υστερώ 2. (о движении транспортёра) καθυστερώ, αργώ, αργοπορώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запаздывать
-
19 олигофрения
мед. η ολιγοφρενία, η νοητική (καθ)υστέρηση, η διανοητική ανεπάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > олигофрения
-
20 отставание
1. (результат замедленного действия, хода и т.п.) η (καθ)υστέρηση 2. (отделение, отваливание) η απόσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отставание
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek