-
1 καθ-έδρα
καθ-έδρα, ἡ, der Sitz, Sessel; Hdn. 2, 3, 17; Ggstz κλίνη Plut. Symp. 7, 10, 1; αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καϑέδραι, die Ruderbänke, Pol. 1, 21, 2; Lager, τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 4, 4; bei Hippocr. das Gesäß. Bei Strab. XVII, 1 p. 816 das Fußgestell, worauf Etwas ruht. – Das Sitzen, Luc. Fugit. 7; das Verweilen, Stillsitzen, Thuc. 2, 18; Suid. erkl. ἐπίσχεσις καὶ σχολή, vgl. Plut. Camill. 28.
-
2 καθέδρα
καθ-έδρα, ἡ, der Sitz, Sessel; αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καϑέδραι, die Ruderbänke; Lager; das Gesäß; das Fußgestell, worauf etwas ruht; das Sitzen; das Verweilen, Stillsitzen -
3 καθεδρα
ἥ1) сиденье, стул или скамья(ἥ κλίνη τῆς καθέδρας ἀμείνων Plut.; καθέδραι τῶν πωλούντων NT.)
αἱ ἐπὴ τῶν πλοίων καθέδραι Polyb. — корабельные скамьи (для гребцов)2) логовище, нора(τοῦ λαγώ Xen.)
3) сидение, сидячее положение(ἥ ἀνάκλισις καὴ ἥ στάσις καὴ ἥ κ. Arst.)
4) сидение без дела, бездействие(κ. καὴ σχολή Plut.; ἐν τῇ καθέδρᾳ Thuc.)
-
4 ἕζομαι
Grammatical information: v.Meaning: `sit (down)' (Il.)Other forms: fut. καθεδοῦμαι (Att.), later καθεσθήσομαι (LXX), καθεδήσομαι (D. L.); aor. καθεσθῆναι (Paus.); - other presents ἵζω, ἱζάνω (Schwyzer 700) `make sit, set', with ἵζησα, ἵζηκα (late.), with prefix καθ-ίζω (Il.), Ion. κατ-ίζω, καθ-ιζάνω, Aeol. κατ-ισδάνω `set down, sit down', med. καθ-ίζομαι `sit down', with fut. καθιῶ (D.), καθίσω (hell.), κατίσω (Ion.), καθιξῶ (Dor.), med. καθιζήσομαι (Att.), καθιοῦμαι (LXX), καθίσομαι (NT., Plu.); aor. καθίσ(σ)αι, καθίσ(σ)ασθαι (X., in Hom. wrong for καθέσ(σ)αι, s. below), κατίσαι (Hdt., for κατέσαι), καθίξαι (Dor.), καθιζῆσαι (late.); late perf. κεκάθικα, late aor. ptc. pass. καθιζηθείς. - Beside these present forms and the aorists there is a sigmatic aorist εἷσα `I set', inf. ἕσ(σ)αι, med. εἱσάμην, ἕσ(σ)ασθαι, καθ-εῖσα, καθ-έσ(σ)αι (thus also in Hom. to be read for καθίσ(σ)αι; and also κατέσαι for κατίσαι in Hdt.); here fut. καθέσω (Eup.); see Wackernagel Unt. 63ff.Compounds: With terminative prefix (s. Brunel Aspect verbal 83ff., 257ff.) καθ-έζομαι (Il.) `sit (down)' - Often with prefix: ἀνα-, ἐν-, ἐπι-, παρα-, συν- etc.; also to καθέζομαι, καθίζω which are considered as simplices (s. Schwyzer 656, Schwyzer-Debrunner 429). - ἕδος s-stem (s. εὐρυόδεια s.v.). The verbal nouns are largely independent, s. ἕδρα, ἑδώλια, ἑλλά; also ἔδαφος and ἔδεθλον; ἕσμα `stalk, pedicle' (Arist.) \< * sed-sm-, cf. ὄζος. Cf. also ἱδρύω.Etymology: Both ἕζομαι and ἵζω are IE formations, ἕζομαι a thematic jotpresent *sed-i̯o-(mai), also found in Germ., e. g. ONo. sitia, OS sittian, OHG sizzen ` sitzen', ἵζω a redupl. * si-zd-ō (\< * si-sd-ō) = Lat. sīdō, Umbr. sistu ` sidito', Skt. sī́dati. As the preterite ἑζόμην in Homer is often an aorist, it is perh. a redupl. aorist * se-zd- (cf. Av. opt. ha-zd-yā-t_); it could even be an augmented zero grade * e-zd- (with secondary aspiration). A present is in Homer only ἕζεαι (κ 378). Cf. Schwyzer 652 n. 5 and 716 n. 3, Chantr. Gramm. hom. 1, 336. - The aorist εἷσα, ἕσ(σ)αι from IE *e-sed-s-m̥ (with sec. aspiration), * sed-sai agrees with Skt. subj. ní... ṣát-s-a-t `er möge sich niederlassen' (RV 10, 53, 1). - Further, e. g. Lat. sedēre, sēdāre, OCS sěděti, s. the etym. dict. - As perfect indicating a present to ( καθ-)ἕζομαι, ( καθ-)ἵζω functions ἧμαι, κάθ-ημαι (s. Schwyzer-Debrunner 258).Page in Frisk: 1,445-446Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕζομαι
-
5 καθέδρα
καθέδρα η1) кафедра епископа, город, в котором находится резиденция епископа;2) епископский трон в центре храмаЭтим.< дргр. καθ-(<κατα-) + έδρα «престол, седалище». Фраза относится к латинскому выражению «ex cathedra» - «с кафедры», употреблявшемуся для утверждения догматической «непогрешимости» решений римского папы -
6 ὁποῖος
ὁποῖος, α, ον, [dialect] Ep. [full] ὁπποῖος, η, ον, Hom., but twice ὁποῖος, Od.17.421,19.77 ; [dialect] Ion. [full] ὁκοῖος, η, ον, Archil.70, Hdt.2.82, al., GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); Cret. [full] ὀτεῖος (q. v.): correlat. to ποῖος: replaced by οἷος in [dialect] Att. Inscrr. after 300 B.C.:1 as Relat., of what sort or quality, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as [is] the word thou hast spoken, such shalt thou hear again, Il.20.250 ; τοίῳ ὁποῖος ἔοι such as he might be, Od.17.421 ; .2 in indirect questions, Od.1.171, etc. ; : in direct questions only as f.l. in E.Ph. 878,Ba. 663 : sts. folld. by ποῖος in the same clause,οὐ γὰρ αἰσθάνομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις X.Mem.4.4.13
;οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Pl.R. 414d
.II with indefinite words added,ὁποῖός τις Th.7.38
, X.An.2.2.2 ;ὁκοῖόν τι Hdt.1.158
;γιγνομένων ὁποῖοί τινες ἔτυχον Arist.Pol. 1286b24
; so in Hom., ὁπποῖ' ἄσσα of what sort, for ὁποῖά τινα, Od.19.218 ;ὁποῖ' ἄττα Pl.Grg. 465a
; of what kind soever,Id.
Tht. 152d, al. ; ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν, and οὖν δή, asὁποία δὴ φλέψ X.HG5.4.58
;τοὺς ὁποιουσδήποτε.. ἐξεπέμπετε στρατηγούς D.18.146
: gen.,ὁποίου τινὸς οὖν X.Cyr.2.4.10
: acc. fem.,ὁποιαντινοῦν Lys.13.11
; ;ὁποιοσποτοῦν Arist.Ph. 253b23
;ὁποιοσδητισοῦν Iamb.
ap. Simp.in Ph.639.30 ; πόλιν.. οὐδ' ὁποίας ἥττω inferior to none, Plb.4.65.3 ;οὔτ' ἄλλους οὐδ' ὁποίους Theopomp.Hist.217
(c) ;μηδὲ καθ' ὁποῖον τρόπον SIG672.14
(Delph., ii B. C.) ; μηδ' ὁτίη or μηδοτίη, v. μηδοτίη.IV Adv. ὁποίως, qualiter, Gloss. -
7 ἱδρύω
Grammatical information: v.Meaning: `to make sit down, settle, establish, found'.Other forms: Aor. ἱδρῦσαι (Il.), pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56; for -ῡθῆναι? Schwyzer 761 n. 5), perf. pass. ἵδρῡμαι (A.), Act. ἵδρυκα (Arist.),Compounds: Often with prefix, esp. καθ- (wozu ἐγ-καθιδρύω a. o.),Derivatives: ἵδρυμα `what was set up, founded, statue, temple-building' (IA), ἵδρυσις `founding, settling' (Hp., Pl., Str., Plu.).Etymology: Denominative verb, from a noun *ἱδρυ- (?) (Schwyzer 727 and 495); an r-deriv. of the verb `sit, set' in ἕζομαι, ἵζω; cf. esp. ἕδρα. The ἱ- from ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 2); ( ι as reduced grade of ε is impossible, Bq, Schwyzer 351, Sturtevant Lang. 19, 300; but see Manessy -Guitton, An Fac. Let. et Sc. Hum. de Nice: from s ̊d-; cf. Meier-Brügger, Idg. Sprachwissschaft (2000) 90f.: *s ̊d-wr̥-y-)̇.Page in Frisk: 1,710Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱδρύω
См. также в других словарях:
προσέδρα — ἡ, Α άγρυπνη επιμέλεια, προσεδρ(ε)ία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἕδρα (πρβλ. καθ έδρα)] … Dictionary of Greek
καθεδράριον — καθεδράριον, τὸ (Α) πάπ. (υποκορ. τού καθέδρα) μικρό κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ έδρα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ριν άριον σταμν άριον)] … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия