Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καθυστερώ

  • 61 мурыжить

    -жу, -жишь
    ρ.δ. (απλ.)
    1. καθυστερώ σκόπιμα, αναβάλλω.
    2. δυσαρεστώ, δυσανασχετώ• βασανίζω.

    Большой русско-греческий словарь > мурыжить

  • 62 неуважительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о;
    1. μη σοβαρός•

    опоздать по -ым причинам καθυστερώ (αργώ) χωρίς σοβαρούς λόγους.

    2. ασεβής, ανευλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > неуважительный

  • 63 опоздать

    ρ.σ. αργώ, αργοπορώ, βραδύνω, καθυστερώ•

    опоздать на собрание αργώ (να μεταβώ) στη συνέλευση•

    он -ал со списками αυτός άργησε να φέρει τους καταλόγους.

    Большой русско-греческий словарь > опоздать

  • 64 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 65 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 66 повременить

    ρ.σ.
    1. καθυστερώ, βραδύνω, αργώ.
    2. περιμένω, καρτερώ•

    -йте, всё будет готово περιμένετε, όλα θα είναι έτοιμα.

    Большой русско-греческий словарь > повременить

  • 67 помедлить

    ρ.σ. καθυστερώ, αργώ, βραδύνω (να πράξω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > помедлить

  • 68 помешкать

    ρ.σ. καθυστερώ, βραδύνω, αργώ• τρενάρω.

    Большой русско-греческий словарь > помешкать

  • 69 приостановить

    ρ.σ.μ. σταματώ προσωρινά, συγκρατώ, καθυστερώ για λίγο• ανακόπτω, αναστέλλω• αναχαιτίζω•

    приостановить работу σταματώ προσωρινά την εργασία•

    приостановить наступление противника αναχαιτίζω την επίθεση του αντίπαλου•

    кровотечение σταματώ την αιμορραγία.

    σταματώ προσωρινά, ανακόπτομαι, αναστέλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приостановить

  • 70 припоздать

    ρ.σ. (απλ.) αργώ, βραδύνω,καθυστερώ λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > припоздать

  • 71 припоздниться

    ρ.σ. (απλ.) αργώ, καθυστερώ λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > припоздниться

  • 72 промариновать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. мариновать.
    2. μτφ. καθυστερώ, χρονοτριβώ.
    βλ. мариноваться.

    Большой русско-греческий словарь > промариновать

  • 73 промедлить

    -лю, -лишь
    ρ.σ.
    βραδύνω, αργοπορώ. || καθυστερώ, χρονοτριβώ.

    Большой русско-греческий словарь > промедлить

  • 74 промешкать

    ρ.σ. βραδύνω, καθυστερώ• χρονοτριβώ• στριφογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > промешкать

  • 75 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 76 час

    -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.
    η ώρα•

    четверть -а το τέταρτο της ώρας•

    час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•

    ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•

    встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•

    после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•

    ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•

    учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•

    поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•

    час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•

    -ы отдыха ώρες ανάπαυσης•

    обеденный час ώρα φαγητού.

    || χρόνος•

    час мщения ώρα εκδίκησης•

    настал час ήρθε η ώρα.

    || η σκοπιά, η φρουρά•

    стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•

    поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.

    || (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.
    εκφρ.
    в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•
    последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•
    час в час – ακριβώς στην ώρα•
    час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•
    в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•
    до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•
    по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•
    с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•
    сей жеβλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•
    тот же часβλ. тотчас.

    Большой русско-греческий словарь > час

См. также в других словарях:

  • καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — καθυστέρησα, καθυστερήθηκα, καθυστερημένος 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει: Συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή μου, που με καθυστέρησε δύο ώρες με την πολυλογία του. 2. δεν αποδίδω έγκαιρα κάτι που χρωστώ: Καθυστερεί να πληρώσει τους φόρους του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονοτριβώ — καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»