-
21 запаздывать
1. (об одном явлении по отношению к другому) (καθ)υστερώ 2. (о движении транспортёра) καθυστερώ, αργώ, αργοπορώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запаздывать
-
22 затягивать
1. (стягивать, завинчивать) σφίγγω, συσφίγγω 2. мор. τεντώνω 3. (по-крывать) καλύπτω, σκεπάζω 4. (задерживать) καθυστερώ 5. (втянуть куда-л., засосать) αναρροφώ, τραβώ μέσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затягивать
-
23 затягиваться
1. (стягиваться) συσφίγγομαι 2. мор. τεντώνομαι 3. (покрываться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι 4. (задерживаться) καθυστερώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затягиваться
-
24 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
25 опоздать
αργώ, αργοπορώ, καθυστερώ, (επι)βραδύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опоздать
-
26 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
27 отставать
1. (оказаться позади) (καθυστερώ 2. (отделяться, отваливаться) απο-σπώμαι από.. διαχωρίζομαι από..Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отставать
-
28 растягивать
1. (вытягивать) τεντώνω, τανύω 2. (лишать упругости) χαλαρώνω 3. (продлевать) παρατείνω 4. (удлинять) επιμηκύνω 5. (задерживать) καθυστερώ, φρενάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растягивать
-
29 задержаться
αργώ, καθυστερώгде вы так задержа́лись? — πού αργήσατε τόσο
я немно́го задержу́сь — θ'αργήσω λίγο
-
30 возиться
возитьсянесов1. (о детях) παίζω (резвиться)! κάνω ἀταξίες (шалить)·2. (с кем-л., чем-л.) разг ἀσχολούμαι, καταγίνομαι μέ κάτι, παιδεύομαι/ σκοτίζομαι, ἔχω σκοτοῦρες (иметь много хлопот, возни):\возиться с отчетом ἀσχολούμαι μέ τόν ἀπολογισμό·3. (копаться) χρονίζω, καθυστερώ. -
31 ждать
ждатьнесов περιμένω, ἀναμένω,. καρτερώ:\ждать удобного слу́чая περιμένω τήν κατάλληλη εὐκαιρία· заставить себя \ждать κάνω νά μέ περιμένουν, ἀργώ, καθυστερώ· время не ждет ὁ καιρός διαβαίνει, ὁ καιρός περνάει1 он ждет не дождется περιμένει ἀνυπόμονα· <> \ждать у моря погоды разг περιμένω μέ σταυρωμένα χέρια. -
32 задержаться
задержать||сяκαθυστερώ / μένω ἀργά κάπου (где-л.)/ ἀργοπορώ (запаздывать). -
33 замешкаться
замешкатьсясов разг χασομερώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ. -
34 затягиваться
затягива||ться1. (туго стягиваться) σφίγγομαι, δένομαι σφιχτά/ мор. τεντώνομαι·2. (покрываться, подергиваться легким слоем) σκεπάζομαι μέ σύννεφα·3. (заживать) ἐπουλώνομαι, κλείνω:рана \затягиватьсяется ἡ πληγή κλείνει·4. (задерживаться) καθυστερώ (άμετ.), παρατραβώ (αμετ.), παρατείνομαι·5. (папиросой, трубкой) ρουφώ, τραβώ, τραβάω ρουφη-ξιά. -
35 мешкать
мешка||тьнесов разг χασομερώ, ἀργοπορώ, καθυστερώ:\мешкать с отъездом ἀργοπορώ μέ τήν ἀναχώρηση· не \мешкатья χωρίς νά χασομερήσω. -
36 мусолить
мусолитьнесов разг1. (пачкать слюной) σαλιώνω:\мусолить карандаш σαλιώνω τό μολύβι· \мусолить палец σαλιώνω τό δάχτυλο·2. перен καθυστερώ, παρατραβώ, χρονίζω:нечего \мусолить κάνε γρήγορα. -
37 опаздывать
опаздыв||атьнесов ἀργῶ, καθυστερω-ἀργοπορώ:\опаздывать на два часа ἀργῶ δυό ὠρες· поезд \опаздыватьает на три часа́ τό τραϊνο Εχει καθυστέρηση τρεις ὠρες· \опаздывать на поезд χάνω τό τραίνο· не \опаздыватьайте! νά μήν ἀργήσετε! -
38 позади
позади́1. предлог с род. п. (ὁ)πίσω, ὀπισθεν:\позади всех πίσω ἀπ' ὀλους, τελευταίος·2. нареч (ό)πίσω:остаться \позади μένω πίσω, καθυστερώ· оставить кого-л, \позади ξεπερνώ, προσπερνώ, ἀφήνω πίσω κάποιον. -
39 промедлить
промедлитьсов βραδύνω, καθυστερώ, ἀργοπορώ. -
40 тормозиться
тормоз||и́тьсяἐμποδίζομαι, καθυστερώ (άμετ.).
См. также в других словарях:
καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
καθυστερώ — καθυστέρησα, καθυστερήθηκα, καθυστερημένος 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει: Συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή μου, που με καθυστέρησε δύο ώρες με την πολυλογία του. 2. δεν αποδίδω έγκαιρα κάτι που χρωστώ: Καθυστερεί να πληρώσει τους φόρους του. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονοτριβώ — καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… … Dictionary of Greek
εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… … Dictionary of Greek
καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] … Dictionary of Greek
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek