Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καθυστερώ

  • 41 хвост

    хвост
    м
    1. ἡ οὐρά:
    распустить \хвост (о павлине) ξεδιπλώνω τήν οὐρά· поджать \хвост а) βάζω τήν οὐρά στά σκέλια, μαζεύω τήν οὐρά, б) перен συμμαζεύομαι· задрать \хвост а) σηκώνω τήν οὐρά μου, б) перен τό παίρνω ἀπάνω μου· вилять \хвосто́м а) κουνῶ τήν οὐρά (о собаке), б) перен στέκω σούζα·
    2. (концевая часть) ἡ οὐρά:
    \хвост самолета ἡ οὐρά τοῦ ἀεροπλάνου· \хвост колонны ἡ οὐρά τής φάλαγγας·
    3. (очередь) разг ἡ οὐρά, ἡ σειρά:
    стоять в \хвосте στέκομαι στήν οὐρά· ◊ накрутить \хвост кому-л. δείχω πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκκος· показать \хвост разг τό στρίβω· плестись в \хвосте μένω πίσω, καθυστερώ· (н) в \хвост и в гриву (гнать, погонять и т. п.) δέν ἀφήνω σέ χλωρό κλαρί· псу под \хвост разг στον ἀέρα, ἀδικα.

    Русско-новогреческий словарь > хвост

  • 42 опаздывать

    [απάζντυβατ'] ρ. αργώ, καθυστερώ

    Русско-греческий новый словарь > опаздывать

  • 43 промедлить

    [πραμιέντλιτ'] ρ. καθυστερώ

    Русско-греческий новый словарь > промедлить

  • 44 опаздывать

    [απάζντυβατ'] ρ αργώ, καθυστερώ

    Русско-эллинский словарь > опаздывать

  • 45 промедлить

    [πραμιέντλιτ'] ρ καθυστερώ

    Русско-эллинский словарь > промедлить

  • 46 бледнеть

    ρ.δ.
    1. χλωμιάζω, κιτρινίζω, ωχριώ•

    он -еет от страха αυτός χλωμιάζει από το φόβο.

    2. υπολείπομαι, καθυστερώ καταπληκτικά (σε σύγκριση μέ άλλον)•

    их успехи -еют перед нашими οι επιτυχίες τους ωχριούν μπροστά στις δικές μας.

    Большой русско-греческий словарь > бледнеть

  • 47 волынить

    ρ.δ. (απλ.) βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > волынить

  • 48 завязнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. завяз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. завизнувший, επιρ. μτχ. завязнув, ρ.σ. βουλιάζω• ενσφηνώνομαι• завязнутьзавязнуть в болоте βουλιάζω στο βάλτο•

    завязнуть в зубах ενσφηνώνομαι στα δόντια.

    || καθυστερώ, αργώ να φτάσω. || μτφ. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο•

    завязнуть в долгах πνίγομαι στα χρέη•

    в делах πνίγομαι στις υποθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > завязнуть

  • 49 закопать

    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, κρύβω στη γή.
    2. γεμίζω, ισοπεδώνω•

    закопать яму γεμίζω το λάκκο.

    3. αρχίζω να σκάβω.
    1. παραχώνομαι.
    2. (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω.
    3. αρχίζω να σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закопать

  • 50 замедлить

    ρ.σ.
    1. μ. επιβραδύνω την κίνηση• ελαττώνω, κόβω την ταχύτητα•

    замедлить шаг κοντεύω το βήμα•

    замедлить движение поезда ελαττώνω την ταχύτητα του τραίνου.

    2. αμ. χρονοτριβώ• καθυστερώ, αργώ.
    επιβραδύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замедлить

  • 51 замешкаться

    ρ.σ. καθυστερώ•

    я -лся у приятеля καθυστέρησα στο σπίτι του φίλου.

    Большой русско-греческий словарь > замешкаться

  • 52 запоздать

    ρ.σ. αργώ, αργοπορώ• βραδύνω, καθυστερώ•

    товарищи! -ли! σύντροφο

    αργήσατε!•

    запоздать ответить αργώ να απαντήσω.

    Большой русско-греческий словарь > запоздать

  • 53 запоздниться

    ρ.σ. (διαλκ.) καθυστερώ, αργώ, αργοπορώ, βραδύνω.

    Большой русско-греческий словарь > запоздниться

  • 54 застрять

    -яну, -янишь, προστκ. -янь
    ρ.σ.
    1. βουλιάζω, βυθίζομαι, χώνομαι μέσα, κολλώ•

    колесо -ло в грязи ο τροχός βούλιαξε στη λάσπη•

    пуля -ла в кость η σφαίρα σφηνώθηκε στο κόκκαλο•

    пища -ла в горло η τροφή σκάλωσε στο λαιμό.

    2. μτφ. καθυστερώ•

    где ты -ал? που καθυστερήθηκες;

    εκφρ.
    слово -ло в горле – η λέξη έμεινε απρόφερτη, κόμπιασα.

    Большой русско-греческий словарь > застрять

  • 55 затормозить

    -ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заторможенный, -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. κ. αμ.
    1. φρενάρω, τροχοπεδώ.
    2. μτφ. αναστέλλω, ανακόπτω την κίνηση ή την ανάπτυξη.
    3. αρχίζω να φρενάρω,
    φρενάρω. || μτφ. καθυστερώ, βραδύνω•

    работа -лась η δουλειά καθυστέρησε.

    Большой русско-греческий словарь > затормозить

  • 56 затянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω• δένω•

    затянуть ремень σφίγγω το λουρί•

    узлом δένω κόμπο•

    затянуть петлю δένω θηλιά.

    2. τεντώνω, τεζάρω.
    3. τραβώ μέσα, ρουφώ•

    болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.

    4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.
    5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•

    тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•

    пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.

    || μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•

    рану -ло η πληγή έκλεισε.

    6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•

    затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•

    затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.

    7. σφίγγω τη βίδα.
    σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω να τραγουδώ.

    Большой русско-греческий словарь > затянуть

  • 57 класть

    кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло
    ρ.δ. μ.
    1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•

    раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•

    класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•

    класть на место βάζω στη θέση.

    || καταθέτω•

    класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.

    || αποτυπώνω•

    класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•

    класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.

    2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•

    класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..

    3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•

    класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.

    4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).
    5. ευνουχίζω•

    класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.

    6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•

    класть конец βάζω τέρμα•

    основание βάζω τη βάση•

    класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).

    εκφρ.
    класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•
    класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•
    класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•
    класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•
    - в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•
    себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•
    класть на музыку – μελοποιώ στίχους•
    класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•
    класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.
    (για κότες) γεννώ.

    Большой русско-греческий словарь > класть

  • 58 мариновать

    -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маринованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. αλμεύω, μαρινάρω.
    2. μτφ. καθυστερώ σκόπιμα, βάζω στο χρονοντούλαπο. || καθηλώνω, εμποδίζω την ανάπτυξη, την εξέλιξη, την προαγωγή.
    μαρινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мариновать

  • 59 медлить

    ρ.δ. αργώ, βραδύνω•

    медлить с выполнением обещания αργώ να εκπληρώσω την υπόσχεση.

    || αργοπορώ, καθυστερώ•

    не медля ни минуты χωρίς να καθυστερήσεις ούτε ένα λεπτό.

    Большой русско-греческий словарь > медлить

  • 60 мешкать

    ρ.δ. αργώ, βραδύνω να αρχίσω κάτι, στριφογυρίζω•

    мешкать с работой στριφογυρίζω για να πιάσω δουλειά.

    || καθυστερώ, κάνω το χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > мешкать

См. также в других словарях:

  • καθυστερώ — καθυστερώ, καθυστέρησα, καθυστερημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθυστερώ : η μτχ. καθυστερημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που ήρθε ή έγινε με καθυστέρηση ή διακρίνεται για καθυστέρηση. Η παθητική φωνή είναι σπάνια, εκτός από τη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — καθυστέρησα, καθυστερήθηκα, καθυστερημένος 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει: Συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή μου, που με καθυστέρησε δύο ώρες με την πολυλογία του. 2. δεν αποδίδω έγκαιρα κάτι που χρωστώ: Καθυστερεί να πληρώσει τους φόρους του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονοτριβώ — καθυστερώ, αργοπορώ, χασομεράω, δαπανώ μάταια το χρόνο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»