-
1 καθηγητης
-
2 καθηγητής
καθηγητήςguide: masc nom sg -
3 καθηγητής
καθηγητής, οῦ, ὁ (s. prec. entry) teacher (so Dionys. Hal., Jud. de Thu. 3, 4; Plut., Mor. 327f of Aristotle; Vett. Val. 115, 18; IG XIV, Suppl. 2454, 5, a memorial, s. New Docs 4, 156; FX 7, ’81, 64, 3 and p. 158, n. 106 for other reff.; ARaubitschek, Hesperia 35, ’66, 248f, no. 10; PGiss 80, 7; 11; POxy 930, 6; 20) Mt 23:10. This verse is deleted by Blass, Wlh., Dalman (Worte 279; 276) as a variant of vs. 8. In the latter κ. is v.l.—DELG s.v. ἡγέομαι. M-M. Spicq. -
4 καθηγητής
-
5 καθηγητής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθηγητής
-
6 καθηγητής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθηγητής
-
7 καθηγητής
руководитель, наставник, учитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθηγητής
-
8 καθηγητὴς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθηγητὴς
-
9 καθηγητής
[катигитис] ουσ α преподаватель, профессор. -
10 καθηγητής
2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:— also [suff] καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, Man.2.300, [dialect] Dor. [pref] καθᾱγ-,κελεύθου IG12(1).44
([place name] Rhodes):—fem. [suff] καθηγ-ήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθηγητής
-
11 καθηγητής
καθ-ηγητής, ὁ, der Wegweiser; der Leiter, Lehrer -
12 καθηγητής
1) instituteur2) professeur -
13 καθηγητής
1) belfer (m) rzecz.2) nauczyciel (m) rzecz.3) profesor (m) rzecz. -
14 καθηγητής
1) profesor2) učitel -
15 καθηγητής
1) professor2) teacherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθηγητής
-
16 καθηγηταί
καθηγητήςguide: masc nom /voc pl -
17 καθηγητήν
καθηγητήςguide: masc acc sg (attic epic ionic) -
18 καθηγητά
καθηγητά̱, καθηγητήςguide: masc nom /voc /acc dualκαθηγητήςguide: masc voc sgκαθηγητήςguide: masc nom sg (epic) -
19 καθηγητάς
καθηγητά̱ς, καθηγητήςguide: masc acc plκαθηγητά̱ς, καθηγητήςguide: masc nom sg (epic doric aeolic) -
20 παιδ-αγωγία
παιδ-αγωγία, ἡ, das Führen eines Knaben, das Amt des παιδαγωγός, Erziehen, Unterrichten, auch Pflege, Eur. Or. 883; Plat. Tim. 89 d Rep. VI, 491 e u. öfter bei Sp., wie Plut., z. B. Alex. 5, φεύγων τὸ παιδαγωγίας ὄνομα τροφεὺς 'Αλεξάνδρου καὶ καϑηγητὴς καλούμενος; auch von Pflanzen, Pflege, Zucht, de educ. puer. i. A.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθηγητής — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητής — ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) [καθηγοῡμαι] 1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ) 2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα… … Dictionary of Greek
καθηγητής — ο θηλ. καθηγήτρια αυτός που διδάσκει στις ανώτατες ή ανώτερες σχολές ή στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης: Σε κάθε γυμνάσιο οι περισσότεροι καθηγητές είναι οι φιλόλογοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταματάκος, Ιωάννης — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1898 1968). Καταγόταν από τη Λακωνία και σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Στο διάστημα 1917 1940 διατέλεσε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και,… … Dictionary of Greek
Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… … Dictionary of Greek
Σαρεγιάννης, Ιωάννης — Καθηγητής της φυτοπαθολογίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας και συγγραφέας (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1898 Αθήνα 1962). Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος φυτοπαθολογίας του υπουργείου Γεωργίας (1930 1956), γενικός διευθυντής του… … Dictionary of Greek
καθηγηταῖς — καθηγητής guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγηταί — καθηγητής guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητοῦ — καθηγητής guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητᾶ — καθηγητής guide masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγητῇ — καθηγητής guide masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)