-
1 Καθαρσίου
Καθάρσιοςcleansing: masc gen sg -
2 καθαρσίου
καθάρσιοςcleansing: masc /fem /neut gen sg -
3 καθάρσιος
A cleansing from guilt or defilement, purifying,Ζεύς Hdt.1.44
, cf. Arist.Mu. 401a23, etc.; of Dionysus,μολεῖν καθαρσίῳ ποδί S.Ant. 1144
(lyr.); of sacrifice, , Th. 680; , IA 1112, J.AJ20.8.5, al.; ; : c. gen., [Λοξίας] δωμάτων κ. A.Eu.63;ἱερὰ κ. οἴκων E. HF 923
; also κ. φόνου cleansing from.., A.Eu. 578.II as Subst.,1 καθάρσιον (sc. ἱερόν), τό, purificatory offering, Aeschin. 1.23, cf. Phot.: pl., BMus.Inscr.481*.280: hence, expiation,καθαρσίου ἐδέετο κυρῆσαι Hdt.1.35
, cf. Jul.Or.2.58d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρσιος
-
4 κυρέω
A , Hdt.1.112: [tense] aor. , Archil.18, Hom.Epigr.6.6, Hdt.1.31, E.Hec. 215 (lyr.): [tense] pf.κεκύρηκα Pl.Alc. 2.141b
:—also [full] κύρω [pron. full] [ῡ], Parm.8.49, A.R.2.363, AP9.710, etc.: [tense] impf. ; [dialect] Ep.κῦρον Il.23.821
, h.Cer. 189, h.Ven. 174: [tense] fut.κύρσω Democr.243
, S.OC 225 (lyr.): [tense] aor. ἔκυρσα, part.κύρσας Il.3.23
, Hes.Sc. 426, Op. 691, E.Med. 1363:—[voice] Med., κύρομαι [ῡ] in act. sense, Il.24.530:—poet. Verb, of which the two forms are used as required by the metre, and some tenses occur in [dialect] Ion. and (rarely) in other Prose:I folld. by a case, hit, light upon,1 c. dat., meet with, fall in with,ἄλλοτε μὲν.. κακῷ.. κύρεται ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ Il.24.530
;πήματι κύρσαι Hes.Op. 691
; λέων ὣς σώματι κύρσας Id.Sc. l.c.; ἅρματι κύρσας having struck against it, Il.23.428; μέγα δένδρεον αἰθέρι κῦρον reaching to.., Call.Cer.38, cf. A.R.2.363, 4.945, AP9.710; soἐν πείρασι κ. Parm.8.49
.b of things, κυρεῖν τινι befall or be granted to him, S.OC 1290, Tr. 291, E.Hec. 215 (lyr.); also εἰς ὅ τι κύρει ἕκαστα 'which way the wind blows', Timo48.5.2 c. gen., hit the mark,ἔκυρσας ὥστε τοξότης.. σκοποῦ A.Ag. 628
; reach to or as far as,μελάθρου κῦρε κάρη h.Cer. 189
; meet with, find,αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Hom.Epigr.6.6
;πικροῦ δ' ἔκυρσας.. μνηστῆρος A.Pr. 739
;Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες Id.Pers. 1012
(lyr.); αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι would I could reach.., S.OC 1082 (lyr.).b attain to, obtain,γάμων Archil.18
;τέκνων κ. Hdt.1.31
; καθαρσίου ib.35 (v.l.); βασιληΐης ταφῆς ib. 112;δίκης Id.9.116
;ἀτιμίης πρός τινων Id.7.158
;κυρήσει νοστίμου σωτηρίας A. Pers. 797
; στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας ib. 910 (anap.);κυροῦντα τῶν ἐπαξίων Id.Pr.70
;βίου λῴονος κυρῆσαι S.OT 1514
;δυσπότμων γάμων κυρήσας Id.Ant. 870
(lyr.);μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε E.Med. 1363
, cf. Ion 1105 (lyr.);ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν Id.Med.23
, cf. Supp. 1170;ἀγαθῶν Pl.Alc.2.141b
, Herod.3.57;ληΐης Id.2.45
;τόσσων ἐκύρησεν ὅσ' οὐ πευσεῖσθε βέβαλοι Theoc.3.51
.3 less freq. c. acc., reach, find, τί νῦν.. κυρῶ; A.Ch. 214;βίον εὖ κυρήσας Id.Th. 699
(lyr.);ἐπ' ἀκταῖς νιν κυρῶ E.Hec. 698
; τέρμονα κύρειν dub. cj. in Id.Hipp. 746 (lyr.), cf. Opp.H.1.34.II abs., happen, come to pass, τί ποτ' αὐτίκα κύρσει; S.OC 225 (lyr.); καλῶς, εὖ κυρεῖ turns out well, A.Th.23, S.El. 799; of a person, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ' ὅπως how he fares, A.Ag. 1371; also ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῖ follow, E.Hec. 690 (lyr.);ἄλλα δ' ἐξ ἄλλων κ. Id.IT 865
(lyr.).2 to be right, hit the mark, γνώμῃ κυρήσας by intelligence, S.OT 398: c. part., τόδ' ἂν λέγων κυρήσαις in saying, A.Supp. 589 (lyr.); ἐπεικάζων κυρῶ; S.El. 663.b to be successful, prosper, Democr.243.3 as auxil. Verb, c. part., turn out, prove to be so and so,σεσωσμένος κυρεῖ A.Pers. 503
, cf. Ag. 1201; ποῦ ποτ' ὢν κυρεῖς; S.Ph. 805;θύων ἔκυρον Id.OC 1159
;ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ E.Alc. 954
;εἰ κυρεῖ τις πέλας.. οἶκτον ἀΐων A.Supp.58
(lyr.): with part. omitted, acting merely as the copula,ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς Id.Pr. 332
, cf. Pers. 598; ποῦ γῆς κυρεῖ; S.Aj. 984;φονέα σε φημὶ.. κυρεῖν Id.OT 362
;ἐν κακῷ τῳ φαίνῃ κυρῶν Id.Ph. 741
;ἐν πύλαισι.. κυρεῖ E.Ph. 1067
;ἔνθα πημάτων κυρῶ Id.Tr. 685
.4 κ. πρός .. refer to,οὔτ' εἶπον οὐδὲν πρός <σε> κῦρον Trag.Adesp.226
;τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Plb. 12.15.9
.
См. также в других словарях:
Καθαρσίου — Καθάρσιος cleansing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρσίου — καθάρσιος cleansing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρσιος — ο (AM καθάρσιος, ον) 1. αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από ενοχή, μίασμα ή κακούργημα, εξαγνιστικός (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», Σοφ. β. «φόνου δὲ τοῡδ ἐγὼ καθάρσιος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθάρσιο(ν) καθαρτικό, φάρμακο που προκαλεί… … Dictionary of Greek