-
1 κῖκι
-
2 κῖκι
-
3 cici
cici, n. indecl. (κίκι), ein Baum in Ägypten, sonst croton gen., der Wunderbaum (Ricinus communis, L.), aus dessen Frucht das oleum cicinum (ελαιον κίκινον), ein abführendes Öl, gepreßt wird, der Baum bei Plin. 15, 25, das Öl bei Cels. 5, 19. no. 26. Plin. 23, 83.
-
4 σιλλι-κύπριον
σιλλι-κύπριον, τό, auch σιλικύπριον, = σίλι od. ägypt. κῖκι, der Wunderbaum, Her. 2, 94.
-
5 σέσελις
-
6 κρότων
κρότων, ωνος, ὁ, auch κροτών, ῶνος betont, Hundelaus, Tecken, das homerische κυνοραίστης, Arist. H. A. 5, 19. 31. – Auch der Wunderbaum, κίκι, wegen seiner der Hundelaus ähnlichen Frucht, Hippocr., Diosc. – Ein Theil des Ohres, Poll. 2, 85.
-
7 cici
cici, n. indecl. (κίκι), ein Baum in Ägypten, sonst croton gen., der Wunderbaum (Ricinus communis, L.), aus dessen Frucht das oleum cicinum (ελαιον κίκινον), ein abführendes Öl, gepreßt wird, der Baum bei Plin. 15, 25, das Öl bei Cels. 5, 19. no. 26. Plin. 23, 83. -
8 κρότων
-
9 σιλλικύπριον
σιλλι-κύπριον, τό, = σίλι od. ägypt. κῖκι, der Wunderbaum
См. также в других словарях:
κίκι — castor oil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίκι — το (Α κίκι και κῑκι, εως και ιος) το φυτό ρίκινος αρχ. το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό τού φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως. ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ ικιον. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
κίκινος — η, ο (Α κίκινος, ίνη, ον) [κίκι] αυτός που παρασκευάζεται από τον καρπό τού φυτού κίκι* … Dictionary of Greek
κίκιον — κίκιον, τὸ (Α) [κίκι] 1. κίκι* 2. (κατά τον Γαλ.) «κρότωνος ῥίζας» … Dictionary of Greek
κικέα — κικέα, ἡ (Α) το φυτό κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῖκι κατά το συκέα) … Dictionary of Greek
κικιουργός — κικιουργός, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει κίκι*, κικινέλαιο, ρετσινόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
κικιοφόρος — κικιοφόρος, ον (Α) πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
Клещевина — (Ricinus communis L.) растение из семейства молочайных (Euphorbiaceae), дико растущее в Индии и в Южной Америке и теперь возделываемое в теплых и умеренных климатах. К. отличается необычайно энергичным ростом, так что некоторые историки полагают … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α … Dictionary of Greek
σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek