Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σέσελις

См. также в других словарях:

  • σέσελις — hartwort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σεσέλει — σέσελις hartwort fem nom/voc/acc dual (attic epic) σεσέλεϊ , σέσελις hartwort fem dat sg (epic) σέσελις hartwort fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσέλιος — σέσελις hartwort fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελιν — σέσελις hartwort fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… …   Dictionary of Greek

  • σεσέλεως — σεσέλεω̆ς , σέσελις hartwort fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»