-
1 σέσελις
-
2 σέσελις,
σέσελις, u. σέσελι, τό, ein Pflanzengeschlecht -
3 σέσελι
σέσελις, u. σέσελι, τό, ein Pflanzengeschlecht -
4 seselis
-
5 seselis
См. также в других словарях:
σέσελις — hartwort fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι … Dictionary of Greek
σεσέλει — σέσελις hartwort fem nom/voc/acc dual (attic epic) σεσέλεϊ , σέσελις hartwort fem dat sg (epic) σέσελις hartwort fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσέλιος — σέσελις hartwort fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσελιν — σέσελις hartwort fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… … Dictionary of Greek
σεσέλεως — σεσέλεω̆ς , σέσελις hartwort fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)