-
121 θαυμάζω
Aθαυμάσομαι A.Pr. 476
, E.Alc. 157, Pl.Prm. 129c, [dialect] Ep.θαυμάσσομαι Il.18.467
; alsoθαυμάσω Hp.Nat.Puer. 29
, Plu.2.823f, etc. (in X.Cyr.5.2.12 θαυμάζουσι is restored for -σουσι, θαυμάσετε is v.l. for -σαιτε, Id.HG5.1.14): [tense] aor. (lyr.), etc., [dialect] Ep. : [tense] pf.τεθαύμακα X.Mem.1.4.2
, etc.:—[voice] Med., Gal.Med.Phil.2 (v.l.), Ael.VH12.30: [tense] aor. 1 ἐθαυμασάμην v.l. in Aesop.92; οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα (leg. - σαίμεθα) Procl.in Prm.p.750S.; θαυμάσαιτο v.l. in J.BJ3.5.1:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Isoc.6.105
, Th.2.41: [tense] aor.ἐθαυμάσθην Id.6.12
: [tense] pf.τεθαύμασμαι Plb.4.82.1
.1 abs., wonder, marvel, Il.24.394, Pl.Hp.Ma. 282e, etc.2 c. acc., marvel at, Il.24.631, etc.;πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11
; , cf. OC 1152, El. 393:—[voice] Pass., ὡς τέρας θ. Hdt.4.28; μὴ παρὼν -άζεται I wonder why he is not present, S.OT 289.b honour, admire, worship, once in Hom. (but cf. θαυμαίνω), οὔτε τι θαυμάζειν.. οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203
; freq. later, as Hdt.3.80, A.Th. 772 (lyr.), S.Aj. 1093, etc.;θ. τύμβον πατρός E.El. 519
;μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ' ὑμᾶς αὐτούς D. 21.210
; μηδὲν θ., Lat. nil admirari, Plu.2.44b; technically, of the attendance of small birds on the owl, Arist.HA 609a15; θ. πρόσωπον to show respect to a person, i.e. comply with their request, LXX Ge. 19.21; θ. τινά τινος for a thing, Th.6.36;θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Tht. 161c
, X.Mem.1.4.2;ἀπὸ τοῦ σώματος τὸν νεανίσκον Plu.Rom.7
:— [voice] Pass., to be admired, Hdt.7.204;ὑπό τινος Id.3.82
;ἔν τινι Th.2.39
;τῶν προγεγενημένων μᾶλλον -θησόμεθα Isoc.6.105
; τοὺς ὁμοίως τεθαυμασμένους [ποιητάς] Phld.Po.5.31;διά τι Isoc.4.59
: c. gen.,τῆς ῥώμης Philostr.VA7.42
; ; τὰ εἰκότα θ. to receive proper marks of respect, Th.1.38;θ. τινί Id.7.63
.3 c. gen., wonder at, marvel at, τούτου (cj. for τοῦτο) Lys.7.23: c. part.,ὃ δ' ἐθαύμασά σου λέγοντος Pl.Prt. 329c
, cf. Cri. 50c;θ. τῶν προθέντων αὖθις λέγειν Th.3.38
; θ. τί τινος to wonder at a thing in a person, E.Hipp. 1041;ὃ θ. τοῦ ἑταίρου Pl.Tht. 161b
, cf. R. 376a: c. dupl. gen.,θ. τούτου τῆς διανοίας Lys.3.44
:—these phrases are used in [dialect] Att. as a civil mode of expressing dissent.4 rarely c. dat. rei, to wonder at, Th.4.85.5 folld. by Preps., [full] τὰ- όμενα περί τινος Pl.Ti. 80c
;θ. περί τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Sosip.1.37
;ἐπί σου θαυμάζω, πῶς δύνῃ.. Plb.23.5.12
;θαυμάσονται ἐπ' αὐτῇ LXXLe.26.32
.6 freq. folld. by an interrog. sentence,θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη Il.2.320
;θ. ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν Th.3.38
;θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ πολιτεία X. HG2.3.17
;θ. ὡς οὔπω πάρεισιν Th.1.90
, cf. X.Cyr.1.4.20, etc.; θ. ὅτι I wonder at the fact that.., Pl.R. 489a;πολλάκις τεθαύμακα ὅπως.. Com.Adesp.22.46D.
; but more commonly, θ. εἰ.. I wonder if.., as a more polite way of saying I wonder that.., Hdt.1.155, S. OC 1140, Pl.Phd. 97a;ἐὰν.. λέγω, μηδὲν θαυμάσῃς Id.Smp. 215a
;ὃ καὶ θαυμάζω, εἰ.. D.19.86
; θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης.. , Lat. mirum ni.., Ar. Pax 1292 (hex.).—This construction is freq. combined with one or other of the foregoing.b c. acc.,θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.629
; Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε they marvelled at Telemachus, that he spake so boldly, Od. 1.382; τὸ δὲ θαυμάζεσκον ([dialect] Ion. [tense] impf.),ὡς.. 19.229
;θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος A.Ag. 1399
, etc.: sts. without a connective,ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον.. Od.4.655
;σοῦ.. θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.. S. Ph. 1362
: sts. c. inf.,θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον, αἰχμητὴν ἔμεναι Il.5.601
.c c. gen., θ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ. Antipho 1.5;θ. τῶν.. ἐχόντων ὅπως οὐ λέγουσιν Isoc.3.3
;θ. αὐτοῦ τί τολμήσει λέγειν D.24.66
;θαυμάζω τινὸς ὅτι.. Isoc.4.1
; θ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται I wonder at men in power supposing, ib.170;ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε X.HG2.3.53
; alsoθ. αὐτοῦ.. τοῦτο, ὡς.. Pl.Phd. 89a
.7 c. acc. et inf., πενθεῖν οὔ σε θ. E.Med. 268, cf. Alc. 1130: after a gen.,θαυμάζω δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν A.Ag. 1199
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάζω
-
122 θαυματοποιικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματοποιικός
-
123 θεοποιητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοποιητικός
-
124 θεουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεουργικός
-
125 θεσπέσιος
θεσπέσιος, α, ον, also ος, ον E.Andr. 296 (lyr.), Luc.Sacr.13: (perh. for θες-σπέσιος, cf. θεός, ἔσπον):—prop. of the voice,b oracular,γένος Pi.P.12.13
(of the Graiae);δάφνα E.
l.c.; θ. ὁδός the way of divination, of Cassandra, A.Ag. 1154 (lyr.); εὐχαῖς ὑπὸ θ. with prayers to the gods, Pi. I.6(5).44.II more than human: hence, awful, of natural phenomena,θ. νέφος Il. 15.669
;ἀχλύς Od.7.42
;λαῖλαψ 9.68
; marvellous,χάρις 2.12
; θ. ἄωτον, χαλκός, 9.434, Il.2.457; θ. ὀδμή a smell divinely sweet, Od.9.211; ὀσμὴ θ. Hermipp.82.9; of human affairs, θ. φύζα, φόβος, Il.9.2, 17.118;πλοῦτος 2.670
;ἠχή 8.159
;βοή Od.24.49
;θ. ὅμιλος Theoc. 15.66
: also in Prose,τέχνη θ. τις καὶ ὑψηλή Pl.Euthd. 289e
;θ. βίος Id.R. 365b
; θ. καὶ ἡδεῖα ἡ διαγωγή ib. 558a;σοφοὶ καὶ θ. ἄνδρες Id.Tht. 151b
, cf. Philostr.Dial.1;φύσεις Id.VS2.9.2
;θ. τὴν γνώμην Luc. Alex.4
.III Adv. -ίως, θ. ἐφόβηθεν they trembled unspeakably, Il.15.637: neut. θεσπέσιον as Adv.,θ. ὑλᾶν Theoc.25.70
; alsoἀπόζει θ. ὡς ἡδύ Hdt.3.113
;ὠδώδει θ. οἷον Plu.Alex.20
; θεσπεσίηθεν divinely,ἀρηρότα Emp.96.4
. —Chiefly [dialect] Ep., once in Hdt., twice in Trag. (lyr.), once in Ar. (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσπέσιος
-
126 θυτικός
A of or for sacrifice,μαχαιρίδιον Luc.Pisc.45
: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of the diviner, Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.Abst.2.53; τὸ θ. Placit.5.1.3; θ. μαντεία Sch. rec.A.Pr. 496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυτικός
-
127 καββαλικός
A good at throwing, of wrestlers: in [comp] Comp.καββαλικώτερος Plu.2.236e
, Gal.Thras.45: metaph., more ready to trip up one's neighbour, M.Ant.7.52: καββαλική (sc. τέχνη), ἡ, art of wrestling, Gal. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καββαλικός
-
128 καθαρτικός
A of, fit for cleansing or purifying,ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti. 60d
; τὰ μέλη τὰ κ. (v.κάθαρσις 11
) Arist.Pol. 1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25;κ. ἀρεταί Hierocl. in CA2p.422M.
: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv.- κῶς Marin.Procl.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτικός
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek