-
1 μαχαιρίδιον
μαχαιρίδιονneut nom /voc /acc sg -
2 μαχαιρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρίδιον
-
3 μαχαιριδίοις
μαχαιρίδιονneut dat pl -
4 μαχαιριδίων
μαχαιρίδιονneut gen pl -
5 μαχαιρίδια
μαχαιρίδιονneut nom /voc /acc pl -
6 μαχαιριδίω
-
7 μαχαιριδίῳ
-
8 θυτικός
A of or for sacrifice,μαχαιρίδιον Luc.Pisc.45
: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of the diviner, Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.Abst.2.53; τὸ θ. Placit.5.1.3; θ. μαντεία Sch. rec.A.Pr. 496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυτικός
См. также в других словарях:
μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek