-
41 τεχνίτης
τεχνίτης, ου, ὁ (τέχνη; X., Pla.; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 5:4 p. 131, 26 Ja.; EpArist; Philo; Jos., Ant. 20, 219; Ar. 4:2; Just., Ath.) craftsperson, artisan, designer Dg 2:3; D 12:3. Of a silversmith Ac 19:24, 25 v.l., 38 (PLampe, BZ 36, ’92, 66f [ins]). Of a potter 2 Cl 8:2 (metaph., cp. Ath. 15:2). πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης Rv 18:22.—Of God (Dox. Gr. 280a, 7 [Anaxagoras A 46]; Maximus Tyr. 13, 4c; 41, 4g; Herm. Wr. 486, 30 Sc. al.; Wsd 13:1; Philo, Op. M. 135, Mut. Nom. 31 δημιούργημα τοῦ τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν μόνων τεχνίτου; Ar. 4, 2; Ath. 16, 1 al.) as the architect of the heavenly city (w. δημιουργός) Hb 11:10. Of the holy Logos ὁ τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Dg 7:2 (cp. Herm. Wr. 490, 34 Sc. ὁ τῶν συμπάντων κοσμοποιητὴς καὶ τεχνίτης).—HWeiss, TU 97, ’66, 52–5; s. also lit. s.v. δημιουργός.—DELG s.v. τέχνη. M-M. -
42 τεχνάν
τέχνηart: fem gen pl (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act masc voc sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act masc nom sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut inf act -
43 τεχνᾶν
τέχνηart: fem gen pl (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act masc voc sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut part act masc nom sg (doric aeolic)τεχνάζωemploy art: fut inf act -
44 τεχνών
τέχνηart: fem gen plτεχνάζωemploy art: fut part act masc voc sgτεχνάζωemploy art: fut part act neut nom /voc /acc sgτεχνάζωemploy art: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act masc voc sg (doric aeolic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act masc nom sgτεχνόωinstruct in an art: pres inf act (doric) -
45 τεχνῶν
τέχνηart: fem gen plτεχνάζωemploy art: fut part act masc voc sgτεχνάζωemploy art: fut part act neut nom /voc /acc sgτεχνάζωemploy art: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act masc voc sg (doric aeolic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)τεχνόωinstruct in an art: pres part act masc nom sgτεχνόωinstruct in an art: pres inf act (doric) -
46 τέχναν
τέχνᾱν, τέχνηart: fem acc sg (doric aeolic) -
47 τέχνηις
τέχνῃς, τέχνηart: fem dat pl (epic) -
48 τέχνηισιν
τέχνῃσιν, τέχνηart: fem dat pl (epic ionic) -
49 τέχνησ'
-
50 τέχνῃσ'
-
51 τέχνησι
-
52 τέχνῃσι
-
53 τέχνησιν
-
54 τέχνῃσιν
-
55 ἀναπίτναμι
a throw openχρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
b med., fall on one's back μῆτιν δ' ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος. ἔοικε δὲ διδάσκειν αὐτοῦ τὸ πάλαισμα ὡς χαμαὶ κειμένου καὶ τὸν μείζονα τέχνῃ νενικηκότος· καὶ γὰρ ἡ ἀλώπηξ ὑπτία τοῖς ποσὶν ἀμύνεται, τὰ μὲν συμβαλλομένη, τὰ δὲ ἀμύσσουσα. Σ.) I. 4.47 -
56 λιθουργικός
-ή,-όν A 2-0-0-0-0=2 Ex 28,11; 31,5of a stone carver; τὰ λιθουργικά stone masonry, stone carving Ex 31,5; τέχνη λιθουργική stone engraver’s art Ex 28,11Cf. LE BOULLUEC 1989, 315; WEVERS 1990 449.508 -
57 μαγικός
-
58 αὐλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητικός
-
59 αὐλοποιϊκή
αὐλο-ποιϊκή (sc. τέχνη), ἡ, = foreg., Pl.Euthd. 289c:—also [suff] αὐλο-ποιητική, Asp. in EN 15.24: hence Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλοποιϊκή
-
60 αὐτεπιτακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτεπιτακτικός
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek