-
1 χρῴζω
χρῴζω, E.Ph. 1625, Alex.141.9, Arist.Mir. 834a8, later [full] χρώννῡμι, [suff] χρυς-ύω (qq.v.): [tense] fut.Aχρώσω Hsch.
: [tense] aor. , Luc. Im.7, etc.: [tense] pf. κέχρωκα ([etym.] ἐπι-) Plu.2.395d:—[voice] Pass., [tense] fut.χρωσθήσομαι Gal.1.278
, 9.394: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κέχρωσμαι Hp.Epid.7.17
, E.Med. 497, etc.: [tense] plpf.ἐκέχρωστο Alciphr. Fr.6.17
:— = χροΐζω, touch the surface of a body, and generally, touch,γόνατα μὴ χρῴζειν ἐμά E.Ph. 1625
.2 tinge, stain,ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ' οὔ Arist.Mete. 371a24
, etc.; τὸ καλὸν χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν Alex.l. c.;πόσον αἷμα τὴν γῆν ἔχρωσεν; Lib.Or.42.41
; εὖ χ. gives a good complexion, Orib.Syn.5.23:—[voice] Pass., Arist.Col. 793b23, Mete. 375a6, Zos.Alch.p.171B.;ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.Anach.25
; κεστρεὺς χρωσθείς browned in frying, Antiph.217.11; l.c.; of the moon,χρωσθεῖσα φύσιν πολυκαμπέα Alex.Eph.
ap. Theo Sm. p.140H.; of the tongue, Gal.9.394; τὰ μέλανα (sc. διαχωρήματα)ὑπὸ μελαίνης χολῆς.. χρῴζεται Id.18(2).142
.3 taint, defile,αἵματι παλάμαν APl.4.138
, cf. Porph.Antr.11:—[voice] Pass., metaph., ; of air, to be infected,μιάσμασιν Hp.Flat.6
.4 metaph. of an author, paint,ἔχρωσα.. κατηφεῖ χρώματι τὰ νάματα Him.Ecl.12.7
. -
2 ἐπιχρώννυμι
A- κέχρωκα Plu.
(v.infr.): — rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ;οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16
: metaph.,ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4
:— [voice] Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep. 340d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρώννυμι
См. также в других словарях:
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek