Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρώννῡμι

См. также в других словарях:

  • χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ …   Dictionary of Greek

  • χρώννυμι — χρώννῡμι , χρώζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… …   Dictionary of Greek

  • καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταχρώννυμι — (Α) 1. μεταβάλλω το χρώμα ενός πράγματος 2. προσθέτω χρώμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παραχρώννυμι — Α φθείρω, μεταβάλλω τη μουσική με τη χρωματική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεγχρώννυμι — Α μτφ. λέγω ακροθιγώς, υπαινίσσομαι («Θουκυδίδης τὸν Σωκράτην παρενίχρωσε τὸν Πλάτωνος στρατιώτην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐν + χρώννυμι «αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»