-
1 χρωννυμι
-
2 χρώννῡμι
-
3 χρώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρώννυμι
-
4 χρώννῡμι
-
5 χρώννυμι
χρώννῡμι, χρώζωpres ind act 1st sg -
6 προς-χρώννῡμι
προς-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, Sp.; auch φϑαρτικὰς δυνάμεις προςχρωσϑείσας τοῖς ἐδέσμασι, D. Sic. 19, 33.
-
7 προς-χρώννῡμι [2]
προς-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, Sp.; auch φϑαρτικὰς δυνάμεις προςχρωσϑείσας τοῖς ἐδέσμασι, D. Sic. 19, 33.
-
8 προς-ανα-χρώννῡμι
προς-ανα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), Einem eine Farbe, einen Anstrich geben, u. übertr., Einem durch Annäherung Etwas mittheilen; im med. sich durch Reiben woran eine Farbe geben, u. übertr., sich nähern, mittheilen; Plut. öfter. z. B. adv. Stoic. 2.
-
9 παρα-χρώννῡμι
παρα-χρώννῡμι und - χρωννύω (s. χρώννυμι), verfärben, durch Färben verderben, τῶν μελῶν τὰ σύντονα καὶ παρακεχρωσμένα, Arist. polit. 8, 7.
-
10 παρ-εγ-χρώννυμι
παρ-εγ-χρώννυμι (s. χρώννυμι), obenhin, leicht berühren, Ath. V, 215 e.
-
11 συν-ανα-χρώννυμι
συν-ανα-χρώννυμι (s. χρώννυμι), die Farbe mittheilen, abfärben, auch allgemeiner, z. B. ὀσμήν, Sp., bes. im pass., βαρβάροις, ἤϑεσι, Plut. ed. lib. 6 sol. an. 23.
-
12 κατα-χρώννῡμι
κατα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2, 31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰϑάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.
-
13 κατ-επι-χρώννῡμι
κατ-επι-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), überfärben, -malen, Eumath.
-
14 μετα-χρώννῡμι
μετα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), umfärben, eine andere Farbe geben, Suid. erkl. μετασχηματίζω; εἰς τὴν ἐκείνου χροιὰν μεταχρώννυται, Poll. 1, 49. – Adj. verb. μεταχρωστέον, Clem. Al.
-
15 ἀνα-χρώννυμι
ἀνα-χρώννυμι (s. χρώννυμι), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.
-
16 ἐπι-χρώννῡμι
ἐπι-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυϑήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῠ ἐπικεχρῶσϑαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάϑος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.
-
17 ἐγ-χρώννῡμι
ἐγ-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), eigtl. eine Farbe einreiben, anfärben; übertr., τὸ πάϑος ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arist. Eth. 2, 3, wie imbuere, einprägen.
-
18 ἐκ-χρώννῡμι
ἐκ-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.
-
19 δια-χρώννῡμι
δια-χρώννῡμι, übermalen, anfärben.
-
20 χρωννύω
См. также в других словарях:
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek
χρώννυμι — χρώννῡμι , χρώζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
μεταχρώννυμι — (Α) 1. μεταβάλλω το χρώμα ενός πράγματος 2. προσθέτω χρώμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
παραχρώννυμι — Α φθείρω, μεταβάλλω τη μουσική με τη χρωματική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
παρεγχρώννυμι — Α μτφ. λέγω ακροθιγώς, υπαινίσσομαι («Θουκυδίδης τὸν Σωκράτην παρενίχρωσε τὸν Πλάτωνος στρατιώτην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐν + χρώννυμι «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek