-
1 κερδ-έμπορος
κερδ-έμπορος, der Handelsgewinn Verleihende, Hermes, Orph. H. Merc. 6.
-
2 κερδαίνω
A , Lys.8.20, etc.; [dialect] Ion. - ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ;κερδήσω AP9.390
(Menecr.), Ep.Jac.4.13,κερδήσομαι Hdt.3.72
: [tense] aor. 1ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27
, And.1.134 codd., etc.; [dialect] Ion. - ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, alsoἐκέρδησα Id.4.152
, Hld.4.13, etc.: [tense] pf.κεκέρδαγκα D.C.53.5
,κεκέρδᾰκα Aristid.1.366
J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc.,κεκέρδηκα D.56.30
( προς-), J.BJ1.20.2:— [voice] Pass., [tense] aor. part.κερδανθείς Phld.Oec.p.67
J.: [tense] pf.κεκερδημένος J.AJ 18.6.5
: ([etym.] κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op. 352;μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152
; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu. 259; κ. τινί gain by a thing, E.HF 604;σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag. 1301
;κέρδος κ. S.OT 889
(lyr.);κ. ἓξ τάλαντα And.
l. c.; ; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr. 231: c. part., gain by doing..,εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel. 1051
(prob.);πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av. 1591
, cf. Th.5.93;οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr. 876
; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι .. Hp. Art.46:—[voice] Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c.2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl. 520;τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28
, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant. 312, X.Mem.2.9.4;παρά τινων Lys.20.7
; ; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant. 1037.III save or spare oneself, avoid,μεγάλα κακά Philem. 92.10
;ὕβριν Act.Ap.27.21
;τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2
;ἐνόχλησιν D.L.7.14
, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαίνω
-
3 κερδαλέος
A crafty, cunning,κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291
;βουλή Il.10.44
;μῦθος Od.6.148
;νοήματα 8.548
; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.b esp. of the fox, Archil.89.5: hence ἡ κ. the wily one, the fox, Ael.NA6.64, etc.; cf.κερδώ 1
.2 of things, profitable, Pi.P.2.78, X.Mem.3.4.11, etc.; .ά; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.Av. 594
, cf. Isoc.2.18;τὸ κ. A.Eu. 1008
(anap.);κ. ἔς τι Th.2.53
.II Adv. - λέως to one's advantage, opp. δικαίως, Id.3.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαλέος
-
4 κερδαλεόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαλεόφρων
-
5 κερδαντέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαντέος
-
6 κερδαντός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαντός
-
7 κερδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδάριον
-
8 κερδαῖος
κερδ-αῖος· τὸ ἐπικέρδη τοῖς παθοῦσι, καθόσον ἐκβέβρασται, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαῖος
-
9 κερδεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδεία
-
10 κερδητικός
A greedy of gain, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδητικός
-
11 κερδία
κερδ-ία, ἡ,A greed of gain, Phot. -
12 κερδίξω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδίξω
-
13 κερδίων
A more profitable; Hom. only neut.,ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη Il.6.410
, or , cf. 7.28;ἦ μάλα τοι τόδε κ. ἔπλετο θυμῷ Od.20.304
: later in masc., .II κέρδιστος, η, ον, [comp] Sup., most cunning or crafty,Σίσυφος.., ὃ κέρδιστος γένετ' ἀνδρῶν Il.6.153
.2 of things, most profitable, A.Pr. 387;πρὸς τὸ κέρδιστον τραπείς S.Aj. 743
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδίων
-
14 κερδέμπορος
-
15 κέρδος
См. также в других словарях:
κερδώ — (I) κερδῶ, οῡς και όος, ἡ (Α) [κέρδος] 1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα 2. η αλεπού 3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.… … Dictionary of Greek
ηπιαίνω — ἠπιαίνω (Α) καταπραΰνω, κατευνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + αίνω (πρβλ. κερδ αίνω < κέρδος)] … Dictionary of Greek
ιζαίνω — ἱζαίνω (Α) εγκαθιστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἵζω, ἱζάνω, που εμφανίζει κατάλ. αίνω (πρβλ. κερδ αίνω, ολισθ αίνω)] … Dictionary of Greek
καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… … Dictionary of Greek
κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] … Dictionary of Greek
μαλακίων — μαλακίων, ωνος, ὁ (Α) (ως έκφραση αγάπης) αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ίων (πρβλ. αλγ ίων, κερδ ίων)] … Dictionary of Greek
οιδαλέος — α, ο (Α οἰδαλέος, α, ον) εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek
πευκαλέος — α, ον, Α ξηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα αλέος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. κερδ αλέος: κέρδος] … Dictionary of Greek
πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] … Dictionary of Greek
πυθώος — ῴα, ον, Α πύθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κατάλ. ῷος (πρβλ. κερδ ῷος)] … Dictionary of Greek
σμερδαλέος — α, ον, θηλ. και η, Α 1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος 2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ ἐβόησε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)mer d «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ… … Dictionary of Greek