Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κέρδ

См. также в других словарях:

  • κερδώ — (I) κερδῶ, οῡς και όος, ἡ (Α) [κέρδος] 1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα 2. η αλεπού 3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.… …   Dictionary of Greek

  • ηπιαίνω — ἠπιαίνω (Α) καταπραΰνω, κατευνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + αίνω (πρβλ. κερδ αίνω < κέρδος)] …   Dictionary of Greek

  • ιζαίνω — ἱζαίνω (Α) εγκαθιστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἵζω, ἱζάνω, που εμφανίζει κατάλ. αίνω (πρβλ. κερδ αίνω, ολισθ αίνω)] …   Dictionary of Greek

  • καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… …   Dictionary of Greek

  • κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] …   Dictionary of Greek

  • μαλακίων — μαλακίων, ωνος, ὁ (Α) (ως έκφραση αγάπης) αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ίων (πρβλ. αλγ ίων, κερδ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • οιδαλέος — α, ο (Α οἰδαλέος, α, ον) εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. κερδ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πευκαλέος — α, ον, Α ξηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα αλέος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. κερδ αλέος: κέρδος] …   Dictionary of Greek

  • πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πυθώος — ῴα, ον, Α πύθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κατάλ. ῷος (πρβλ. κερδ ῷος)] …   Dictionary of Greek

  • σμερδαλέος — α, ον, θηλ. και η, Α 1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος 2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ ἐβόησε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)mer d «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»