-
1 πανουργία
πανουργίᾱ, πανουργίαknavery: fem nom /voc /acc dualπανουργίᾱ, πανουργίαknavery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πανουργίαι, πανουργίαknavery: fem nom /voc plπανουργίᾱͅ, πανουργίαknavery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πανουργια
ἥ хитрость, коварство, дурной поступок Aesch., Soph., Lys., Plat., Arst. etc.ὁ πανοῦργος πανουργίαις κεκασμενος Arph. — плут, блистающий (всяческими) плутнями
-
3 πανουργία
πανουργία, ας, ἡ (πανοῦργος; Aeschyl., X., Pla. et al.; Polyb. 29, 8, 8; Plut., Mor. 91b [w. ἀπάτη]; Herodian 2, 9, 11 [w. δόλος]; OGI 515, 47 [w. κακουργία]; POxy 237 VIII, 12 [II A.D.]; LXX; Philo, De Op. Mund. 155 al.; Jos., Bell. 4, 503 al.; Test 12Patr) quite predom., and in our lit. exclusively, in an unfavorable sense (rascally, evil) cunning, craftiness, trickery, lit. ‘readiness to do anything’ Lk 20:23; 1 Cor 3:19 (in Job 5:12, 13, which is basic to this pass., vs. 12 has the adj. πανοῦργος); 2 Cor 4:2; 11:3 (in Gen 3:1 Aq. and Sym. have the adj. πανοῦργος); Eph 4:14.—M-M. TW. -
4 πανουργίᾳ
Βλ. λ. πανουργία -
5 πανουργία
{сущ., 5}коварство, хитрость, лукавство.Ссылки: Лк. 20:23; 1Кор. 3:19; 2Кор. 4:2; 11:3; Еф. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πανουργία
-
6 πανουργία
{сущ., 5}коварство, хитрость, лукавство.Ссылки: Лк. 20:23; 1Кор. 3:19; 2Кор. 4:2; 11:3; Еф. 4:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πανουργία
-
7 πανουργία
т)1) хитрость, лукавство; 2) обман, мошенничество; махинации -
8 πανουργία
коварство, хитрость, лукавство; син. κυβεία, μεθοδεία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πανουργία
-
9 πανουργίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πανουργίᾳ
-
10 πανουργία
-
11 πανουργία
[панургиа] ουσ. Θ. хитрость, лукавство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πανουργία
-
12 πανουργία
-ας + ἡ N 1 1-1-0-2-4=8 Nm 24,22; Jos 9,4; Prv 1,4; 8,5; Sir 19,23→NIDNTT; TWNT -
13 πανουργία
[панургиа] ουσ θ хитрость, лукавство. -
14 πανουργία
πᾰνουργ-ία, ἡ,A knavery, A. Th. 603, S.Ph. 927, Lys.22.16, Pl.Lg. 747c, Arist.EN 1144a27: in pl., villainies, S.Ant. 300, Ar.Eq. 684, etc.3 adulteration of drugs or honey, Gal.14.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανουργία
-
15 πανουργία
1) cunning2) guileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πανουργία
-
16 πανουργίας
πανουργίᾱς, πανουργίαknavery: fem acc plπανουργίᾱς, πανουργίαknavery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 πανουργίαι
πανουργίαknavery: fem nom /voc plπανουργίᾱͅ, πανουργίαknavery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 πανουργίαν
πανουργίᾱν, πανουργίαknavery: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 πανουργίαις
πανουργίαknavery: fem dat pl -
20 πανουργίης
πανουργίαknavery: fem gen sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
πανουργία — πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc/acc dual πανουργίᾱ , πανουργία knavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίᾳ — πανουργίαι , πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργία — η δόλια σκέψη, πονηριά, απάτη, τέχνασμα, κατεργαριά: Τελευταία άρχισε και η πανουργία της νόθευσης των φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαι — πανουργία knavery fem nom/voc pl πανουργίᾱͅ , πανουργία knavery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαν — πανουργίᾱν , πανουργία knavery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργιῶν — πανουργία knavery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίαις — πανουργία knavery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργίης — πανουργία knavery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek