Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κέντρο

  • 101 посредине

    посреди, посредине
    1. предлог στή, μέση, στά κατάμεσα, ἐΙς τό μέσον. ·\посредине*, у́лицы στήν μέση τοῦ δρόμου·
    2. нареч ἀνάμεσα, στό κέντρο, στή μέση, ἐν τω μέσω. 4

    Русско-новогреческий словарь > посредине

  • 102 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 103 радиоцентр

    радиоцентр
    м τό ραδιοφωνικό κέντρο.

    Русско-новогреческий словарь > радиоцентр

  • 104 район

    район
    м
    1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:
    отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων
    2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области).

    Русско-новогреческий словарь > район

  • 105 районный

    районный
    прил περιφερειακός, ἀχτιδι-κός:
    \районный центр τό κέντρο τής περιφέρειας· \районный совет см. райсовет· \районный комитет см. райком.

    Русско-новогреческий словарь > районный

  • 106 ресторан

    ресторан
    м τό ἐστιατόριο[ν], τό κέντρο.

    Русско-новогреческий словарь > ресторан

  • 107 руководящими

    руководящими
    1. прич. от руководить·
    2. прил καθοδηγητικός, ἡγετικός:
    \руководящими центр τό καθοδηγητικό κέντρο· \руководящимиие кадры τά ἡγετικά στελέχη· \руководящимиие органы τά καθοδηγητικά ὀργανα· \руководящимиая сила ἡ ἡγετική δύναμη· \руководящимиая статья τό κύριο[ν] ᾶρθρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > руководящими

  • 108 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 109 средоточие

    средоточие
    с τό κέντρο[ν], ἡ ἐστία συγκεντρώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > средоточие

  • 110 станция

    станц||ия
    ж ὁ σταθμός:
    конечная \станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· метеорологическая \станция ὁ μετεωρολογικός σταθμός· атомная \станция ὁ ἀτομικός σταθμός· ремо́нтно-техни́ческая \станция σταθμός ἐπισκευής γεωργικών μηχανών телефонная \станция τό τηλεφωνικό κέντρο· начальник \станцияни ὁ σταθμάρχης.

    Русско-новогреческий словарь > станция

  • 111 тяжесть

    тяжест||ь
    ж
    1. фаз· τό βάρος, ἡ βαρύτητα, ἡ βαρύτης:
    сила \тяжестьи ἡ δύναμη τής βαρύτητας·
    2. (груз) τό βάρος, τό φορτίο[ν], ὁ φόρτος:
    перевозка \тяжестьей ἡ μεταφορά φορτίων центр \тяжестьи τό κέντρο τοῦ βάρους·
    3. перен τό βάρος, τό ἄχθος, ἡ σοβαρότητα:
    у меня на душе какая-то \тяжесть ἔχω κάποιο βάρος στήν καρδιά· \тяжесть забот τό βάρος τῶν φροντίδων \тяжесть преступления ἡ σοβαρότητα τοῦ ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > тяжесть

  • 112 центральный

    центральн||ый
    прил в разн. знач. κεντρικός:
    \центральный комитет ἡ κεντρική ἐπιτροπή· \центральныйая улица ὁ κεντρικός δρόμος· \центральныйое отопление ἡ κεντρική θέρμανση· \центральныйая нервная система τό κεντρικό νευρικό σύστημα· \центральныйая телефонная станция τό τηλεφωνικό κέντρο· \центральный телеграф τό κεντρικό τηλεγραφείο· \центральныйая печать οἱ κεντρικές ἐφημερίδες.

    Русско-новогреческий словарь > центральный

  • 113 βάρος

    (πλ. βάρη, βάρητα) τό
    1) тяжесть; τό κέντρο τού

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάρος

  • 114 βαρύτητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) тяжесть, вес; 2) перен. вес, значительность, важность;

    γεγονότα μεγάλης βαρύτητας — события большой важности;

    3) серьёзность (болезни, положения и т. п.);
    4) низкий тон (голоса, звука); 5) физ. сила тяжести; тяготение;

    κέντρο της βαρύτητας — центр тяжести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαρύτητα

  • 115 εκπαίδευση

    [-ις (-εως)] η
    1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;

    κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;

    ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;

    η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;

    επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;

    μικτή εκπαίδ — совместное обучение;

    γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;

    επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;

    δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;

    εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;

    3) воен, боевая подготовка;

    στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;

    Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπαίδευση

  • 116 εξοχικός

    η, ό[ν] загородный;

    εξοχικό σπίτι — дача;

    εξοχικό κέντρο — загородный ресторан; — загородное кафе

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξοχικός

  • 117 καθοδηγητικός

    η, ό[ν] руководящий;

    καθοδηγητικό κέντρο — руководящий центр;

    καθοδηγητικά όργανα — руководящие органы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθοδηγητικός

  • 118 κοσμικός

    η, ό[ν]
    1) космический;

    κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;

    ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;

    κοσμικές ακτίνες — космические лучи;

    κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;

    κοσμικό σύστημα — космическая система;

    2) светский;

    κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);

    κοσμικοί κύκλοι — светское общество;

    κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;

    3) светский, мирской;

    § κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοσμικός

  • 119 νυχτερινός

    η, ό ночной; вечерний;

    νυχτερινά μαθήματα — вечерние занятия;

    νυχτερινή συνεδρίαση — вечернее заседание;

    νυχτερινό κέντρο — ночное заведение (о ночном клубе, ресторане и т. п.);

    νυχτερινή πτήση — ночной полёт;

    νυχτερινή υπηρεσία — ночное дежурство;

    νυχτερινή εργασία — ночная работа;

    νυχτερινό ταξίδι — ночное путешествие;

    νυχτερινή βοσκή — ночное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νυχτερινός

  • 120 πνευματικός

    η, ό[ν] 1.
    1) умственный, интеллектуальный;

    πνευματική εργασία — умственный труд;

    πνευματικες ικανότητες — умственные способности;

    2) духовный, нравственный; культурный;

    οι πνευματικες ανάγκες ( — или απαιτήσεις) — духовные потребности;

    η πνευματική συγγένεια — духовная близость;

    πνευματική ζωή — духовная жизнь;

    πνευματική καλλιέργεια — духовная культура;

    πνευματικό κέντρο — культурный центр;

    3) тех пневматический;

    § πνευματική ιδιοκτησία — авторские права;

    2. (ο) исповедник, духовник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνευματικός

См. также в других словарях:

  • κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κέντρο — το 1. κεντρί: Η σφήκα τον τσίμπησε με το κέντρο της. 2. το μέσο, η μέση: Η εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. 3. Το μέρος όπου υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση ή δράση: Το θέατρο είναι το καλλιτεχνικό κέντρο της πόλης αυτής. 4. μέρος όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κένεντι, διαστημικό κέντρο — (John F. Kennedy Space Center). Διαστημικό κέντρο στο οποίο λειτουργεί η ΝΑΣΑ. Αποτελεί την κύρια βάση των ΗΠΑ, απ’ όπου εκτοξεύονται δορυφόροι και πραγματοποιούνται διαστημικές πτήσεις. Η βάση εκτόξευσης διαστημοπλοίων στο ακρωτήριο Κένεντι των… …   Dictionary of Greek

  • Μικρασιατικών Σπουδών, Κέντρο — Βλ. λ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει …   Dictionary of Greek

  • κεντράρω — [κέντρο] φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο …   Dictionary of Greek

  • αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… …   Dictionary of Greek

  • ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Τσάνκαϊ — Κέντρο τοπικού πολιτισμού στη ζώνη των Άνδεων, στην περιοχή που ανήκει στην Αργεντινή. Ανασκαφές που έγιναν πρόσφατα στη βορειοδυτική περιοχή έφεραν στο φως πλούσιο και ποικίλο υλικό, ανάμεσα στο οποίο χαρακτηριστικές ταφικές υδρίες, με ύψος από… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»