-
21 δορυφορικό κέντρο εδάφους
земcки cателитcки центарГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δορυφορικό κέντρο εδάφους
-
22 centrum
κέντρο -
23 střed
κέντρο -
24 středisko
κέντρο -
25 ústředí
κέντρο -
26 centre
κέντρο -
27 centrum
κέντρο -
28 ośrodek
κέντρο -
29 środek
κέντρο -
30 κεντροβαρικά
κεντρο-βᾰρικά, τά, title of a treatise of ArchimedesA on the centre of gravity: problems relating to this subject, Simp.in Cael.543.30: theory of the subject, An.Ox.3.168
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροβαρικά
-
31 κεντροδήλητος
κεντρο-δήλητος, ον,A torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις ([dialect] Dor.) A.Supp. 563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροδήλητος
-
32 κεντροειδής
κεντρο-ειδής, ές,A like a centre, centriform, Plot.6.8.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροειδής
-
33 κεντροθεσία
κεντρο-θεσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροθεσία
-
34 κεντρομανής
κεντρο-μᾰνής, ές,II ἄγκιστρον κ., of love, maddening by its barbs, ib.5.246 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρομανής
-
35 κεντρομυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ἡ,A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρομυρσίνη
-
36 κεντροποιός
κεντρο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροποιός
-
37 κεντροτύπος
II proparox., [full] κεντρότῠπος, = μαστιγίας, EM503.47, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροτύπος
-
38 κεντροφόρος
κεντρο-φόρος, ον,2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροφόρος
-
39 κεντροβαρής
κεντρο-βαρής, ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend -
40 κεντροβαρικά
κεντρο-βαρικά, τά, eine Schrift des Archimedes, die von dem Auffinden des Schwerpunkts der Körper handelt
См. также в других словарях:
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
κέντρο — το 1. κεντρί: Η σφήκα τον τσίμπησε με το κέντρο της. 2. το μέσο, η μέση: Η εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. 3. Το μέρος όπου υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση ή δράση: Το θέατρο είναι το καλλιτεχνικό κέντρο της πόλης αυτής. 4. μέρος όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κένεντι, διαστημικό κέντρο — (John F. Kennedy Space Center). Διαστημικό κέντρο στο οποίο λειτουργεί η ΝΑΣΑ. Αποτελεί την κύρια βάση των ΗΠΑ, απ’ όπου εκτοξεύονται δορυφόροι και πραγματοποιούνται διαστημικές πτήσεις. Η βάση εκτόξευσης διαστημοπλοίων στο ακρωτήριο Κένεντι των… … Dictionary of Greek
Μικρασιατικών Σπουδών, Κέντρο — Βλ. λ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών … Dictionary of Greek
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει … Dictionary of Greek
κεντράρω — [κέντρο] φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο … Dictionary of Greek
αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… … Dictionary of Greek
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
Τσάνκαϊ — Κέντρο τοπικού πολιτισμού στη ζώνη των Άνδεων, στην περιοχή που ανήκει στην Αργεντινή. Ανασκαφές που έγιναν πρόσφατα στη βορειοδυτική περιοχή έφεραν στο φως πλούσιο και ποικίλο υλικό, ανάμεσα στο οποίο χαρακτηριστικές ταφικές υδρίες, με ύψος από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek