-
41 κεντροδήλητος
-
42 κεντροειδής
κεντρο-ειδής, ές, zentralförmig -
43 κεντρομανής
κεντρο-μανής, ές, mit dem Stachel rasend; ἄγκιστρον στόμα, vom Munde des Liebe entflammenden u. wie ein Anker festhaltenden Mädchens; παῖς, vom Wagenlenker: unmäßig spornend -
44 κεντρομυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ἡ, Stachelmyrte -
45 κεντροπαγής
κεντρο-παγής, ές, den Stachel einheftend -
46 κεντροποιός
-
47 κεντροτυπής
κεντρο-τυπής, ές, vom Stachel geschlagen, getroffen -
48 κεντροτύπος
κεντρο-τύπος, mit dem Stachel schlagend, treffend -
49 κεντροφόρος
κεντρο-φόρος, einen Stachel tragend; vom Skorpion -
50 merkez
κέντρο, επίκεντρο, (kurulusun) έδρα, αρχηγείο -
51 orta
κέντρο, μέση, καρδία, ομφαλός, κεντρικός -
52 центр
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)• το κέντρο•центр города το κέντρο της πόλης•
центр линзы το κέντρο του φακού•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
торговый центр εμπορικό κέντρο•
промышленный центр βιομηχανικό κέντρο.
|| ανώτατο διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο•комиссия от центра επιτροπή από το κέντρο•
директива -а οδηγία από το κέντρο.
εκφρ.партия -а – το κόμμα του κέντρου. -
53 центр
центр м в разн. знач. το κέντρο; культурный \центр το κέντρο πολιτισμού· промышленный \центр το βιομηχανικό κέντρο; в \центре внимания στο κέντρο της προσοχής* * *м в разн. знач.το κέντροкульту́рный центр — το κέντρο πολιτισμού
промы́шленный центр — το βιομηχανικό κέντρο
в центре внима́ния — στο κέντρο της προσοχής
-
54 центр
центрм в разн. знач. τό κέντρο[ν]:\центр тяжести фиэ., перен τό κέντρο βάρους· координационно-вычислительный \центр τό συντονιστικό ὑπολογιστικό κέντρο· промышленный \центр τό βιομηχανικό κέντρο· нервные \центры τά νευρικά κέντρα· жить в \центре города κατοικώ στό κέντρο τής'πό-λης· быть в \центре внимания εἶμαι στό κέντρο τής προσοχής. -
55 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
56 середина
-ы θ.η μέση, το μέσον• το κέντρο• η καρδιά•в -е пути στη μέση του δρόμου ή στα μισά του δρόμου•
бросить дело на -е παρατώ την υπόθεση στα μισά•
середина круга το κέντρο του κύκλου•
в -е зимы στην καρδιά του χειμώνα•
в -е века στα μέσα του αιώνα.
|| ενδιάμεση θέση, κέντρο, ουδετερότητα•держаться -ы κρατώ μεσαβέζικη θέση (στάση)•
в самой -е καταμεσής•
в самой -е дня το καταμεσήμερο•
в -е στη μέση, στο μέσο, στο κέντρο.
εκφρ.середина на половину – βλ. ίδια έκφραση στη λ. серединка. -
57 центр
το κέντροустанавливать - τοποθετώ το -, κεντράρωкоммутационный свз. - επικοινωνίαςмоторные - ы головного мозга анат. - α του εγκεφάλουнервный - (мед.анат.) νευρικό -- ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > центр
-
58 агитпункт
-
59 культурный
культурный πολιτισμένος, μορφωμένος, πολιτιστικός" \культурный уровень το εκπολιτιστικό επίπεδο' \культурный центр το κέντρο πολιτισμού* * *πολιτισμένος, μορφωμένος, πολιτιστικόςкульту́рный у́ровень — το εκπολιτιστικό επίπεδο
культу́рный центр — το κέντρο πολιτισμού
-
60 посреди
См. также в других словарях:
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
κέντρο — το 1. κεντρί: Η σφήκα τον τσίμπησε με το κέντρο της. 2. το μέσο, η μέση: Η εκκλησία βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. 3. Το μέρος όπου υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση ή δράση: Το θέατρο είναι το καλλιτεχνικό κέντρο της πόλης αυτής. 4. μέρος όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κένεντι, διαστημικό κέντρο — (John F. Kennedy Space Center). Διαστημικό κέντρο στο οποίο λειτουργεί η ΝΑΣΑ. Αποτελεί την κύρια βάση των ΗΠΑ, απ’ όπου εκτοξεύονται δορυφόροι και πραγματοποιούνται διαστημικές πτήσεις. Η βάση εκτόξευσης διαστημοπλοίων στο ακρωτήριο Κένεντι των… … Dictionary of Greek
Μικρασιατικών Σπουδών, Κέντρο — Βλ. λ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών … Dictionary of Greek
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει … Dictionary of Greek
κεντράρω — [κέντρο] φέρνω κάτι στο κέντρο ή τό προσανατολίζω προς το κέντρο … Dictionary of Greek
αερολέσχη — Κέντρο όπου εκπαιδεύονται πιλότοι της πολιτικής αεροπορίας. Μέλη της α. έχουν ιδιαίτερη επίδοση στην πτήση με αεροπλάνα χωρίς κινητήρα ή στην πτώση με αλεξίπτωτο ή και στην κατασκευή μοντέλων αεροσκαφών (βλ. λ. αερομοντελισμός). Οι α.… … Dictionary of Greek
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
Τσάνκαϊ — Κέντρο τοπικού πολιτισμού στη ζώνη των Άνδεων, στην περιοχή που ανήκει στην Αργεντινή. Ανασκαφές που έγιναν πρόσφατα στη βορειοδυτική περιοχή έφεραν στο φως πλούσιο και ποικίλο υλικό, ανάμεσα στο οποίο χαρακτηριστικές ταφικές υδρίες, με ύψος από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek