-
1 κεντροδαλήτισι
κεντροδαλῆτιςfem dat pl -
2 κεντροδήλητος
κεντρο-δήλητος, ον,A torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις ([dialect] Dor.) A.Supp. 563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντροδήλητος
См. также в других словарях:
κεντροδαλήτισι — κεντροδαλῆτις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… … Dictionary of Greek