-
61 κατακολουθέω
A follow after,ὀπίσω τινός LXXJe.17.16
, cf. Longus 3.15 codd.: c. gen., Dioxipp.2 (s. v.l.); comply with,εἰ ταῖς τῶν ἀνθρώπων εὐχαῖς ὁ θεὸς κατηκολούθει Epicur.Fr. 388
; obey, νόμῳ, προστάγμασιν, LXXDa.9.10, 1 Ma.6.23;λόγῳ Plu.Lys.25
; follow a historical or philosophical authority, Phld.Rh.2.146S.; Ἀράτῳ, Δημοκρίτῳ, Plb. 2.56.2, Plu.2.1108f; in fortification,κ. ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων Plb.6.42.2
; emulate, imitate, ἀδυνάτοις ἐπιβολαἶς Hegetorap.Apollon. Cit.3; κ. τοῖς ἱεροῖς, mistranslation of prosecuisset, as though prosecutus esset, Plu.Cam.5: abs., obey instructions, PAmh.2.31.12 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακολουθέω
-
62 κατακοντίζω
A shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXXJu.1.15: [tense] pf. inf. [voice] Pass.κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34
;θηρία -όμενα Luc.Tox.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοντίζω
-
63 κατάκουσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκουσις
-
64 κατακουστής
A listener, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακουστής
-
65 κατακούω
A hear and obey, be subject, , cf. App.Syr. 55; τινος D.1.23, Arr.Fr.7J., App.Mith.57, Hierocl. in CA19p.461M.2 give ear, listen to one, D.6.35; of eavesdroppers, Str.14.1.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακούω
-
66 κατακριβόω
A careful, precise, Men.Prot.p.40 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακριβόω
-
67 κατακριδεύω
A chatter like a swarm of locusts, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακριδεύω
-
68 κατακροάομαι
A listen attentively to,μου τὰ μουσοδονήματα Eup. 245
; τινος J.BJ4.1.5, Anon. in Gött.Nachr.1922.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακροάομαι
-
69 κάτακρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτακρος
-
70 καταλαζονεύομαι
3 also, depreciate invidiously, Thphr. ap. D.L.5.40.II κ. τινός to boast against one, Ph.1.339, 2.85, Sm.Ps.136(137).3, Suid. s.v. Ἀδράστεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαζονεύομαι
-
71 καταλαλάζω
A shout, exult, Aq.Ps.146.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαλάζω
-
72 κατάλειπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλειπτος
-
73 καταλείφω
A besmear, ;πηλῷ φράγματα Aen.Tact.37.9
;κατήλειψε τὸν Χηραμὸν τῷ πηλῷ Ael.NA3.26
: abs., apply an ointment, Hp.Liqu.6:—[voice] Med., dub. l. in Arist.HA 555a14:—[voice] Pass., καταλήλειπταί τινι ib. 551b5; ὅταν καταλειφθῇ ib. 554a30, cf. Poll.9.112, Gal.1.657.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλείφω
-
74 καταλιφή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλιφή
-
75 καταλοάω
A crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—[voice] Pass.,κατηλόηται Eub.15.5
;τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15
; cf. καταλοιάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλοάω
-
76 καταλογέω
A v. κατηλογέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογέω
-
77 καταλοιάω
A = καταλοάω, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλοιάω
-
78 καταλοκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλοκίζω
-
79 καταμαξεύω
A v. καθαμαξεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμαξεύω
-
80 καταμείβω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμείβω
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek