-
1 κατακριδεύω
A chatter like a swarm of locusts, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακριδεύω
См. также в других словарях:
κατακριδεύω — (Α) κάνω θόρυβο σαν ένα σμήνος ακριδών, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀκριδεύω (< ἀκρίς, ίδος)] … Dictionary of Greek