Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καθαμαξεύω

См. также в других словарях:

  • καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για …   Dictionary of Greek

  • καθημαξευμένως — (Α) επίρρ. κοινώς, συνηθισμένα, τετριμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. καθημαξευμένος τού ρ. καθαμαξεύω] …   Dictionary of Greek

  • καταμαξεύω — (Α) ιων. τ. βλ. καθαμαξεύω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»