-
1 καθαμαξεύω
A wear with wheels: metaph., ἕτεροι κατημάξευσαν (sic)τάσδε τὰς τρίβους Nech.
ap. Vett.Val.354.2; crush,καθημάξευσε ταῖς συμφοραῖς Eun.Hist.p.240D.
: elsewh. in [tense] pf. part. [voice] Pass., καθημαξευμένος, η, ον, metaph., γύναιον κ. ὑπὸ παντὸς τοῦ προσιόντος, of a common prostitute, Ael.Fr. 123: but almost always written [pref] κατημ-, hackneyed, stale, trite,ἀντιλογίαι D.H.10.41
, cf. Th.11.2; ἔθη κ. Ph. 1.513; πρόχειρον καὶ κ. ib. 426; τὰ κοινὰ καὶ κ. Ath.15.677a, cf. Artem.1.31 (in marg.), Simp.in Cat.424.13, Sch.Pi.N.6.91 (ind., [ὁ λόγος] κατημάξευται Conon 46
). Adv. καθημαξευμένως in a trite way, Ael.Dion.Fr. 218.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαμαξεύω
-
2 καθημαξευμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθημαξευμένως
-
3 καταμαξεύω
A v. καθαμαξεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμαξεύω
См. также в других словарях:
καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για … Dictionary of Greek
καθημαξευμένως — (Α) επίρρ. κοινώς, συνηθισμένα, τετριμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. καθημαξευμένος τού ρ. καθαμαξεύω] … Dictionary of Greek
καταμαξεύω — (Α) ιων. τ. βλ. καθαμαξεύω … Dictionary of Greek