-
1 καταμείβω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμείβω
-
2 ἀμοιβή
A requital, recompense, Hom. only in Od.;σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς Od.1.318
;ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀ... ἑκατόμβης 3.58
;εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀ. Thgn.1263
, cf. E.Or. 467;γλυκεῖαν μόχθων ἀ. Pi.N.5.48
; ἀγαναῖς ἀ. τινὰ τίνεσθαι to requite him by like return, Id.P.2.24;χαρίεσσα ἀμοιϝά GDI3119c
([place name] Corinth);οἵας ἀ. ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ E.Med.23
;ἀμοιβαὶ τῶν θυσιῶν Pl.Smp. 202e
; retribution,ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀ. Hes.Op. 334
: pl.,αἰωνίαις ἀ. βασανισθησόμενοι Phld.D.1.19
.2 repayment, compensation,τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀ. Od.12.382
.3 that which is given in exchange,τῷ σκυτοτόμῳ ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀ. γίνεται κατ' ἀξίαν Arist.EN 1163b35
;τὴν ἀ. ποιητέον κατὰ τὴν προαίρεσιν 1164b1
;δέκα μνῶν ἀ. Plu.Lyc.9
.4 answer,ἀσχήμων ἐν τῇ ἀ. Hdt.7.160
.II change, exchange,τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.11.4.4
; of money, Plu.Luc.2.2 transformation, D.L.9.8.
См. также в других словарях:
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek
χρυσαμοιβός — όν, Α 1. αυτός που ανταλλάσσει χρυσά νομίσματα 2. μτφ. (για τον Αρη) αυτός που λυτρώνει τα σώματα τών νεκρών ή τών αιχμαλώτων με το ξίφος του ή, κατ άλλους, αυτός που αποδίδει τους νεκρούς έναντι χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀμοιβός (<… … Dictionary of Greek