-
1 οδος
I.ὁ атт. = οὐδός См. ουδος III.эп. тж. οὐδός ἥ1) путь, дорога(λαοφόρος, ἱππηλασίη Hom.; ἁμαξιτός Pind.; ὁ. εἰς ἄστυ Plat.)
ἥ εἰς Θήβας φέρουσα ὁ. Thuc. — дорога на Фивы;πρὸ ὁδοῦ Hom. — (продвигаясь) все дальше;κατ΄ ὁδόν Her. — по дороге, в пути;κατὰ τέν ὁδόν Plat. — по пути, дорогой;( иногда ὁ. лишь — подразумевается) πορεύεσθαι τέν ἔξω τείχους Plat. идти по дороге вне (городской) стены2) улица3) русло, тж. течение, направление(ποταμοῦ Xen.)
4) путь, движение, переход, поездка, путешествиеὁδοῦ κατάρχειν Soph. — отправиться в дорогу;
τριήκοντα ἡμερέων ὁ. Her. — тридцатидневный путь;ὁδὸν ἥκειν или ἐξήκειν Soph. — вернуться из путешествия, прибыть;τῆς ὁδοῦ ὄντες NT. — идущие этим путем;τρίποδας ὁδοὺς στείχειν Soph. — ходить на трех ногах, т.е. опираясь на палку;τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν или τέν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν Soph. — пройти последний путь, т.е. умереть5) перен. путь, метод, способ, средство(εὐπραγίας Pind.; βουλευμάτων Eur.; ἥ τετμημένη ὁ. τῆς νομοθεσίας Plat.)
ὁδῷ, καθ΄ ὁδόν или τέν ὁδὸν ἔχων Plat. — по определенному методу, планомерно, методически, тж. надлежащим способом, здраво -
2 ευθυς
I- εῖα -ύ1) прямой, прямолинейный(ὁδος Pind., Thuc., Xen.; πλόος Pind.; ῥύγχος, πόροι, κίνησις Arst.)
2) прямой, открытый, искренний(τόλμα Pind.; λόγος Eur.)
3) правильный, справедливый(δίκη Pind., Aesch.). - см. тж. ἰθύς I и εὐθύ I и II
IIadv.1) прямо, напрямик(ἀπὸ τοῦ Ποσειδωνίου εὐ. ἐπὴ τέν γέφυραν Thuc.)
εὐ. πρὸς τὰ βασίλεια Xen. — прямо в царский дворец2) немедленно, сразу же, тут жеεὐ. ἐκ παιδός Plat. и ἐκ παιδίου Xen. — с самого детства;
εὐ. ἐξ ἀρχῆς Xen., Arst., κατ΄ ἀρχάς Plat., ἀπ΄ ἀρχῆς Arph. и ἐν ἀρχῇ Arst. — тотчас же, с самого же начала3) как разτοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου Thuc. — как раз в начале лета;
εὐ. νέοι ὄντες Thuc. — еще в юности4) как только, едва лишьεὐ. ἥκων Xen., Plut. — как только он пришел
5) вот, кстатиοἷον εὐ. Plut. и ὥσπερ εὐ. Arst. — вот например
ἡ εὐ. Ἄργους ὁδός Eur. — прямая дорога в Аргос
-
3 ευθεια
ἥ [εὐθύς I]κατ΄ εὐθεῖαν Arst., ἑπὴ τέν εὐθεῖαν и ἐπ΄ εὐθείας Polyb., Diod., ἀπ΄ и δι΄ εὐθείας Plut. — по прямой линии, напрямик
2) грам. (sc. πτῶσις) прямой, т.е. именительный падеж -
4 ευθυ
I(ῠ) adv.1) прямым путем, прямо, напрямик(Πύλονδε и ἐς Πύλον HH.; πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph.)
εὐ. τέν ἐπὴ Βαβυλῶνος ἄγειν τινά Xen. — вести кого-л. прямо в Вавилон;ἥ εὐ. ὁδός Plat. — прямой путь2) против, наперекор(τοῦ δαιμονίου Plat.)
II(τῆς Φασήλιδος Thuc.; Ἐφέσου καὴ Ἰωνίας Plat.)
- έος τό досл. прямизна, перен. прямотаεἰς τὸ εὐ. Xen., Luc. — прямо;
τὸ εὐ. καὴ τὸ ἐλεύθερον Plat. — прямота и независимость;ἀπὸ и ἐκ τοῦ εὐθέος Thuc., κατ΄ εὐ. Arst. — напрямик, без обиняков -
5 καταντης
21) идущий под гору, наклонный, покатый(γεώλοφος Theocr.; ὁδός Arph.; πορεῖαι Arst.; τόποι Plut.)
2) склонный, расположенный, тяготеющий(πρὸς τὰ χείρονα, πρὸς πᾶσαν χάριν Plut.)
3) ведущий, приводящий(πρὸς τἀγαθόν Eur.)
-
6 προσοδος
дор. πόθοδος ἥ1) подступ, доступ(πρόσοδοι πρὸς τὸ χωρίον Xen.)
2) воен. атака, нападениеἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο τῆ ἵππῳ Her. — сюда конница больше всего устремляла свои атаки;
πρόσοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на приступ, атаковать3) вход, допуск(πρὸς τέν βουλήν Dem.)
4) подход, сближениеἀπειπεῖν τέν πρόσοδον Her. — отказать в сближении, т.е. отклонить (брачное) предложение
5) публичное выступление(πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.)
6) приход, посещениеἅμα τῇ προσόδῳ Plut. — в первое же посещение
7) культ. торжественное шествие, религиозная процессия8) доход, прибыльπ. κατ΄ ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὴ ἐκ τῆς ὑπερορίας Xen. — ежегодные поступления как из внутренних, так и из зарубежных источников;Πόροι ἢ περὴ προσόδων «Доходы или о поступлениях» ( заглавие сочинения Ксенофонта)
См. также в других словарях:
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
σκίμπους — οδος, ο, ΝΑ σκαμνί αρχ. είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *σκιμπέ πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek